ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΑΝΑΣ
Κάθε ανατολή λουσμένο στο φώς έστεκε εκεί μπροστά μου στη αντικριστή πλευρά του βουνού από το κεφαλοχώρι που έδρευα στην Νότια Πίνδο και με μαγνήτιζε. Δεν έχω ξαναδεί στα 25 μου χρόνια μεγαλύτερη ποικιλότητα χρωμάτων. Όλες οι αποχρώσεις του πράσινου, του καφέ και του ασημιού σε μια παλέτα που κάποιος μαγικός δημιουργός παράθεσε αρμονικά σε μια ορθοπλαγιά που προς τα κάτω το κάδρο κόβεται κάθετα προς το μοναστήρι της Κηπίνας[1] και προς τα πάνω καταλήγει σχεδόν ομαλά στις στάνες και τα πέτρινα στρεφογάλαρα[2] κτίσματα του διπλανού χωριού του Συρράκου. Τα πρωινά μαγικές κουρτίνες οι σωρείτες και η πηχτή ομίχλη όπως γεννιόταν από τον ορμητικό Καλαρρύτικο ποταμό κάλυπταν παιγνιδιάρικα τη μαγευτική εικόνα του δάσους, θαρρείς και πρόσεχαν το καμάρι τους από τα βάσκανα μάτια, η παγωμένη δε δροσιά τους σε άγγιζε μέχρι να σε ανατριχιάσει. Το μεσημέρι ο βασιλιάς ηλιάτορας είχε σκορπίσει την περιττή σκιά και καταύγαζε όλο το ασκέρι του δάσους επιβλητικό και σε πυκνή παράταξη. Έλατα, οξιές, καστανιές, πλατάνια και βελανιδιές όλα στα μπουμπουκιάσματα τους σε παράταξη ομόαιχμη να λούζονται αχόρταγα στο αρχέγονο φως της ζωής. Θεία επιβλητική σαγήνη κάλυπτε τις μισές και πικρές μου σκέψεις και ασφαλισμένος από τη θωριά της φυσικής στρατιάς αντίκρυ μου, τόβαλα μέσα μου γινάτι, να πάω να το περπατήσω. Ήθελα να το αισθανθώ με όλες μου τις αισθήσεις να υψώσω και γώ το μικρό μου ανάστημα στην ίδια λατρευτική ορθή στάση με τον στρατό των ζωντανών δένδρων εκεί στην απέναντι πλαγιά. Νωρίς το απόγευμα οι σκιές των ορεινών όγκων σκοτείνιαζαν το σύμπαν, το δάσος της Πολιάνας τυλιγόταν στους μύθους των ανθρώπων που το σέβονταν και το φοβούνταν, είχαν πάψει από καιρό να ζουν με αυτό, οι δρόμοι τους περνούσαν από άλλες μεριές.
Ετσι και γω μια μέρα λίαν πρωίας μετά μια ώρα αρχικό ποδαρόδρομο πήρα το μονοπάτι για το Συρράκο, κατέβηκα το φαράγγι με τα 317 σκαλοπάτια σκαλιστά στο βράχο, πιασμένος από την σκουριασμένη σιδεριά που πάντα λές αν τυχόν μούμεινε στο χέρι και να τώρα αιωρούμαι στην αγκαλιά της βαρύτητας..... πιτσιλίστηκα στα αχόνερα του Καλαρρύτικου που σκεπάζουν και τις μοναχικές κραυγές μου και πήρα την ανηφόρα. Το πάρτυ των αηδονιών στα φυλλώματα από τα πλατάνια ένα γύρω δεν με άφησαν να κουραστώ έφτασα επιτέλους στο διάσελο έξω από την βρύση στο Συρράκο εκεί που παρκάρουν όλοι, πήρα την Yamaha XT για ένα σύντομο ταξίδι μέχρι το κρυφό σημείο που υπολόγισα ότι ξεκινάει το αρχέγονο μονοπάτι των πρωτανθρώπων που κάποτε πατούσαν το πανώριο απάτητο δάσος των ονείρων μου. Υπολόγιζα σαν τελικό προορισμό το μοναστήρι της Κηπίνας μετα 2-3 ώρες πεζοπορία, είχα πάρει και τις σχετικές πληροφορίες μου από τους ντόπιους. Οι προβατίνες «μάρκας Κίνας» (έμεναν και το χειμώνα εκεί στα 800 μέτρα υψόμετρο) με τα ροδομάγουλα χαρακτηριστικά του μπάρμπα Σταύρου και τα αγριοκάτσικα του Μελέτη δεν έφταναν σε αυτά τα μονοπάτια. Δίπλα στις κυψέλες του γεωπόνου από τα Πράμαντα που τρυγούσαν ότι γυροβόλιζε από ανθοφορία γύρω χώθηκα με αποφασιστικότητα στο λόγγο της ορθοπλαγιάς, η μοτό έμεινε δίπλα στις κυψέλες. Το μονοπάτι στράταιναι πατημένο στην αρχή και με οδηγούσε, η αμφίεση κυνηγετική με προστάτευε από κλάρες και αγκάθια, η γκλίτσα και τα άρβυλα πολύτιμοι σύμμαχοι στο νεροφαγωμένο στήριγμα των σταθερών βημάτων μου. Ελαφρό αεράκι περνάει τα φυλλώματα και ενώ ντάλα μεσημέρι πολεμάω το βήμα μου υπό σκιάν τα τριξίματα στα κλαδιά με προετοίμαζαν ότι τα ξερά εδώ κάποτε πέφτουν μόνα τους και μπορεί αν βρεθείς στο δρόμο τους να σε αποδιαβάσουν.
Άκουσα το υπερηχητικό κύμα από μακριά, γνώριμος ήχος εκεί στα ψηλά βουνά όπου ανάμεσα Κακαρδίτσας και Τζουμέρκων από τη μιά και Μοράβας Τρίγγιας και Κόζιακα από την άλλη. Η βαθιά χαράδρα των βουνών ανάμεσα ήταν η «παιδική χαρά» των Φαντομάδων[3] μας από τη Λάρισα, όσο πιο χαμηλά κατέβαιναν τόσο έμπειροι κόμπιαζαν και κρύβονταν από τα ραντάρ, μικρό και φασαριόζικο μυστικό όλων των περιπατητών εδώ, μέχρι να χαθούν βορεινά προς το Περιστέρι και το πέρασμα της Κατάρας πάνω από τα βοσκοτόπια της Γκρουμουλιάσας από την μιά και του Στρούντζι από την άλλη. Αν πάλι έστρεφαν μπροστά από τη Στρογγούλα με ρότα το Ιόνιο υπόθετες αμέσως ότι ήταν από το Άκτιο ή και την Ανδραβίδα και γυρνούσαν Δυτικά προς την βάση τους. Ένα εκπαιδευτικό κρυφτούλι ευκινησίας, αέναο καθημερινό ένα παιγνίδι του σιδερένιου πολεμικού αετού ανάμεσα τους ορεινούς όγκους με θεατές μόνο εμάς τους λιγοστούς κατοίκους της βασανισμένης αλπικής Ελλάδας. Πρόλαβαν άραγε οι πιλότοι να απολαύσουν το πολύχρωμο χαλί του δάσους που ξεδιπλώνονταν κάτωθέ τους ή το υψόμετρο τους σήμανε τον κόκκινο συναγερμό της χαμηλής πτήσης και τους τραβούσε όλη την προσοχή ;
Ξανακούστηκε σε λίγο στην ησυχία το κελάηδημα του τσαλαπετεινού, οι οξυές φιλόξενες φυλάνε τις φωλιές τους, που είναι πιά το μονοπάτι που βάδιζα; Εδώ και λίγη ώρα δεν είναι πιά τα βήματά μου σε χέρσο πατημένο αλλά μέριαζα λόγγο, θάμνα και φτέρες στο δρόμο μου. Μεσημέριασε είμαι στη σωστή νοτιοδυτική κατεύθυνση για την Κηπίνα αλλά η στροφή του αντάρτη, δεν φάνηκε ακόμα. Είναι ένα ξάγναντο που μου τόδειχναν σαν σημάδι του μονοπατιού οι ντόπιοι από μακριά, εκεί κρυβόταν στον εμφύλιο ένας κατσαπλιάς αντάρτης λαγουμιασμένος από την μάνητα του πολέμου μέχρι που πέρασε ο καπετάν Γιώτης σε οργανωμένη οπισθοχώρηση , τον μάζεψε και πήγαν για τις τελευταίες μάχες στο Γράμμο.
Σκιές φούντωσαν γύρω μου , τα ξωτικά του δάσους. Οι μύθοι πλέκουν την κούραση και την θεριεύουν. Έκατσα να ξαποστάσω ιδρωμένος ναι με είχε κουράσει το δάσος, κάτι δεν λογάριαζα σωστά.! Λίγα παράθυρα γαλανού ουρανού ξακρίζανε πάνω από το κεφάλι μου. Για το κακό συναπάντημα δεν μπορώ να πω , με είχαν προειδοποιήσει οι ντόπιοι, πιθανά μούπαν να συναντήσεις κάποια αρκούδα ή κανένα ξεμοναχιασμένο λύκο , άρχισε να σκιάζεται η κουρασμένη φύση μου. Τι όπλο προστασίας είχα εγώ το δίποδο εκεί πέρα, ένα παγούρι νερό, λίγο ψωμί και τυρί άντε και κάτι ενέσεις Buscopan Compositum. Σιγά μη κάτσει ο λύκος να του την χώσω. Ο ιδρώτας φούντωνε στο κορμί μου, σχεδόν άκουγα την καρδιά μου να χτυπά δυνατά. Η ομορφιά της φύσης με οδήγησε εκεί μέσα στο άβατο σύδενδρο σαν σε παγίδα με θήραμα την αφεντιά μου, υπερφίαλο ξενάκη στο περιβάλλον, τι ήθελα μοναχός μου μέσα στο δάσος, σε τι παιγνίδι ζωής έμπλεξα και ποιόν κανόνα του ακριβώς είχα παραβεί;
Δεν άκουγα πιά το κελαηδιτό , που με συνόδευε ώς τα τώρα στην τρίωρη από τις κυψέλες και δώθε περιήγησή μου, είχα βάλει ένα στόχο και διαπίστωνα τώρα την αποτυχία του, έπρεπε να προχωρήσω εκεί πιό κάτω θάταν το ξακουστό μοναστήρι το φυτεμένο μέσα στο βράχο αιώνες τώρα, ήξερα μέχρι που θάβρω το κλειδί κρυμμένο, τώρα θα έκανα πίσω;; Τι βιαστικά που δειλιάζω, σκέψεις συμβιβασμού με πιάσανε, σιγά μην πάρω το δρόμο της επιστροφής εκεί που με περίμενε η συντρόφισσα εντούρο μοτοσικλέτα μου, θα γελούν το βράδυ στη ταβέρνα οι ντόπιοι με τους φόβους μου για το λύκο τον μονάχο τον φονιά, που ξακρίζει τα βουνά και σκοτώνει, σκοτώνει όσα ζωντανά βρει στο διάβα του, έτσι γιατί έτυχε να βρεθούν μπροστά του, κατά πως μου τόχε περιγράψει «εμπιστευτικά» ο Πίπης με τον Μητσάκο. Αντράλες[4] και διαολιές των φίλων ντόπιων πλημμύρισαν το μυαλό μου. Έκανα να σηκωθώ πριν αρχίσω να ακούω την μακρόσυρτη κραυγή του φονιά του δάσους που μελέταγα στους λογισμούς μου, όταν μέσα στη σιωπή πρώτα τον ένοιωσα μετά τον είδα.
Ομολογώ ότι είδα πρώτα την γνώριμη επιβλητική σκιά του, τρία μέτρα άνοιγμα φτερών δεν κρύβεται εύκολα η σκιά του αετού που περιπολούσε πάνω από το σύμπυκνο δάσος.. Τι από μηχανής θεός ήταν αυτός, έλαμψα και αναθάρρησα όταν τον κατάλαβα. Ηταν ο γνώριμός μου φίλος που κάθε φορά που περνούσα από το Γαλαρόκαμπο πάνω από το Μικρό Περιστέρι, (τρείς φορές το μήνα) τον τάιζα με τον τρόπο που μόνο οι δυό μας ξέραμε λιχούδικες πέστροφες από το τοπικό πεστροφείο. Καλά αυτός έχει τη φωλιά του στο Στρούντζι στις πηγές του Αχελώου πως βρέθηκε εδώ κάτω να κόβει βόλτες πάνω από το κεφάλι μου;; Ξεμωράθηκα εγώ και τόβαλα με τις μικρές μου δυνάμεις, αυτό το περήφανο πουλί τι θέλει εδώ έξω από τα εναέρια «νερά» του;; Δεν τον είχα ματαδεί τόσο χαμηλά και επιβλητικό, μήπως βρήκε καμιά φωλιά ασβού και ετοιμάζεται για πάρτυ;. Πέταγε ανάποδα από την κατεύθυνση της περιπέτειάς μου προς το χωριό Συρράκο πάντα σε μικρούς κύκλους ήταν μια μαγεία να τον θωρείς αυτόν τον ζωντανό αντίζηλο των Φαντομάδων που πέρασαν δώθε μιάμιση ώρα πριν. Δεν μπορούσα να ξεκολλήσω το βλέμμα από το πέταγμά του, ο λαβύρινθος του δάσους είχε περάσει σε δεύτερη μοίρα. Σάμπως με είχε συνηθίσει σε τέτοιες ρεβεράντζες, περπάταγα προσεκτικά και κοιτώντας τον κλεφτά όλο προς τα πίσω ακολουθώντας το πέταγμά του. Η σχέση μου μ΄αυτό το σταυροπούλι μέτραγε τουλάχιστον τρείς τσάντες πέστροφες 4κιλες η κάθε μιά.. Μιά μιά του τις πέταγα 1,5 κιλό τη φορά όποτε πέρναγα από το στέκι του τριάντα χιλιόμετρα βορειότερα και 500 μέτρα ψηλότερα , εκεί που τα δένδρα έχουν χαθεί και γανιάζεις να πετύχεις όχι άνθρωπο αλλά μήτε αγριόσκυλο ποιμενικό μονάχο να σεργιανάει στα βοσκοτόπια. Τα τσαλίμια του για να αρπάξει την πέστροφα στον αγέρα που του την πέταγα είναι κάτι που δεν περιγράφεται. Ακροβασίες ενός κυρίαρχου των αιθέρων σε ένα τσίρκο της σιωπής εκεί ψηλά στα 1800 μέτρα υψόμετρο και με σβησμένο το βάρβαρο ήχο της Εντούρο τουλάχιστον επί ένα τέταρτο για να πλησιάσει ξεθαρρεύοντας. Τόχαμε κανονισμένα την κάθε φορά ταίσματος πέντε ψάρια την φορά, εγώ τα πέταγα με αργές κινήσεις στο απέραντο κενό και αυτός κανόνιζε να μην του ξεφύγει ούτε μία. Μάλλον τον είχα καλομάθει, μάλλον με είχε σταμπάρει ευχάριστα.
Τώρα έτσι που πέταγε με τράβαγε εκεί που συγκλίνανε οι κύκλοι του, κόντεψε να μου φύγει η γκλίτσα για να τον ακολουθώ, ήταν αυτός ο εξ ουρανού φιλαράκος που έδινε το πρόσταγμα των μέχρι πριν λίγο επιλογών μου. Ένοιωθα να βγω γρήγορα σε ξάγναντο ίσως με χρειαζόταν να του πετάξω το λίγο ψωμί που είχα μαζί μου η σχέση μας δεν είχε να κάνει με κυριαρχία ή μοιρασιά, μου έδινε την γοητεία της παρουσίας του, του έδινα ότι είχα και του ήταν χρήσιμο. Ηταν τυχαίο που τάχα ακούσει αυτά τα θρυλικά πουλιά δεν πλησίαζαν ποτέ κυνηγό έστω και με το όπλο υπο μάλης ή στο ώμο;;
Στο δεκάλεπτο περίπου αυτής της τρελής μου πορείας πίσω από μια σκιά, άστραψε και βρόντησε. Η ορθοπλαγιά κουνήθηκε ολόκληρη νέφη σκόνης και ξύλων κινήθηκαν εκεί που ήμουν αναποφάσιστος, έπεσα κάτω ένοιωσα ένα κομμάτι της πλαγιάς ξεκοιλιασμένο να τραβάει την κατηφόρα προς τις απότομες κλύτεις του Καλαρρύτικου ποταμού. Συνειδητοποίησα ότι η απότομη έκρηξη στο βουνό ήταν δυναμίτης, πολύς δυναμίτης από τα «έργα» διάνοιξης δρόμου μέσα από αυτό το πανώριο δάσος, για να βγει στο απέναντι χωρίο τους Καλαρρύτες. Αποκομμένο χωριό από αμαξιτό δρόμο προς Γιάννινα και Άρτα, χρόνια πάλευαν με σισύφειες ίσως και καταστροφικές προσπάθειες να φέρουν το χωρίο σε επαφή με τις πρωτεύουσες νομών, τα φαρμακεία, τα μπακάλικα, τις ζωοτροφές τα στοιχειώδη οικοδομικά υλικά.
Ξαπλωμένος κάτω δίπλα σε ένα κομβόι από κάμπιες, ενώ τα βράχια πέφταν βροχή εκεί 100-200 μέτρα πίσω μου συνειδητοποίησα πιά πως ήμουν και γω μέρος αυτής της καταστροφής , κοίταξα ψηλά για το σωτήρα φίλο μου αετό, είχε γίνει μπουχός, οι αετοί είναι περήφανα ζωντανά δεν αντέχουν να βλέπουν τέτοια έργα ανθρώπων.
Σηκώθηκα στα πόδια μου σε πέντε λεπτά όταν το βουητό του ποταμού έπαιρνε πάλι τον αντίλαλο του μακριά να τον κουβαλήσει ως τους Χριστούς και τους Μελισσουργούς.. Ήμουν γιομάτος μια γκρίζα σκόνη πασπαλισμένος όπως και τα γύρω δένδρα, ακέραιος σωματικά αλλά ψυχικά ένα ράκος. Τινάχτηκα πρόχειρα και σε μισή ώρα με γρήγορη αναρρίχηση βρέθηκα δίπλα στην εντούρο μηχανή μου να με πάρει μακριά από κεί. Το φλαμούρι[5] εδώ γύρω τώρα μύρισε μπαρούτι.
Δεν μίλησα ποτέ για αυτή την απίστευτη περιπέτεια μου στη φύση, το φίλο μου αετό δεν τον ξαναείδα ποτέ μου. Νοιώσατε ποτέ εσείς η πληγή, σε ένα λαβωμένο δάσος;;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
2-3-2007.
H φωτογραφία της φλαμουριάς είναι ευγενική προσφορά του βοτανολόγου, συνταξιούχου ΙΚΑ κου Λέτσιου Δημήτρη.
Κάθε ανατολή λουσμένο στο φώς έστεκε εκεί μπροστά μου στη αντικριστή πλευρά του βουνού από το κεφαλοχώρι που έδρευα στην Νότια Πίνδο και με μαγνήτιζε. Δεν έχω ξαναδεί στα 25 μου χρόνια μεγαλύτερη ποικιλότητα χρωμάτων. Όλες οι αποχρώσεις του πράσινου, του καφέ και του ασημιού σε μια παλέτα που κάποιος μαγικός δημιουργός παράθεσε αρμονικά σε μια ορθοπλαγιά που προς τα κάτω το κάδρο κόβεται κάθετα προς το μοναστήρι της Κηπίνας[1] και προς τα πάνω καταλήγει σχεδόν ομαλά στις στάνες και τα πέτρινα στρεφογάλαρα[2] κτίσματα του διπλανού χωριού του Συρράκου. Τα πρωινά μαγικές κουρτίνες οι σωρείτες και η πηχτή ομίχλη όπως γεννιόταν από τον ορμητικό Καλαρρύτικο ποταμό κάλυπταν παιγνιδιάρικα τη μαγευτική εικόνα του δάσους, θαρρείς και πρόσεχαν το καμάρι τους από τα βάσκανα μάτια, η παγωμένη δε δροσιά τους σε άγγιζε μέχρι να σε ανατριχιάσει. Το μεσημέρι ο βασιλιάς ηλιάτορας είχε σκορπίσει την περιττή σκιά και καταύγαζε όλο το ασκέρι του δάσους επιβλητικό και σε πυκνή παράταξη. Έλατα, οξιές, καστανιές, πλατάνια και βελανιδιές όλα στα μπουμπουκιάσματα τους σε παράταξη ομόαιχμη να λούζονται αχόρταγα στο αρχέγονο φως της ζωής. Θεία επιβλητική σαγήνη κάλυπτε τις μισές και πικρές μου σκέψεις και ασφαλισμένος από τη θωριά της φυσικής στρατιάς αντίκρυ μου, τόβαλα μέσα μου γινάτι, να πάω να το περπατήσω. Ήθελα να το αισθανθώ με όλες μου τις αισθήσεις να υψώσω και γώ το μικρό μου ανάστημα στην ίδια λατρευτική ορθή στάση με τον στρατό των ζωντανών δένδρων εκεί στην απέναντι πλαγιά. Νωρίς το απόγευμα οι σκιές των ορεινών όγκων σκοτείνιαζαν το σύμπαν, το δάσος της Πολιάνας τυλιγόταν στους μύθους των ανθρώπων που το σέβονταν και το φοβούνταν, είχαν πάψει από καιρό να ζουν με αυτό, οι δρόμοι τους περνούσαν από άλλες μεριές.
Ετσι και γω μια μέρα λίαν πρωίας μετά μια ώρα αρχικό ποδαρόδρομο πήρα το μονοπάτι για το Συρράκο, κατέβηκα το φαράγγι με τα 317 σκαλοπάτια σκαλιστά στο βράχο, πιασμένος από την σκουριασμένη σιδεριά που πάντα λές αν τυχόν μούμεινε στο χέρι και να τώρα αιωρούμαι στην αγκαλιά της βαρύτητας..... πιτσιλίστηκα στα αχόνερα του Καλαρρύτικου που σκεπάζουν και τις μοναχικές κραυγές μου και πήρα την ανηφόρα. Το πάρτυ των αηδονιών στα φυλλώματα από τα πλατάνια ένα γύρω δεν με άφησαν να κουραστώ έφτασα επιτέλους στο διάσελο έξω από την βρύση στο Συρράκο εκεί που παρκάρουν όλοι, πήρα την Yamaha XT για ένα σύντομο ταξίδι μέχρι το κρυφό σημείο που υπολόγισα ότι ξεκινάει το αρχέγονο μονοπάτι των πρωτανθρώπων που κάποτε πατούσαν το πανώριο απάτητο δάσος των ονείρων μου. Υπολόγιζα σαν τελικό προορισμό το μοναστήρι της Κηπίνας μετα 2-3 ώρες πεζοπορία, είχα πάρει και τις σχετικές πληροφορίες μου από τους ντόπιους. Οι προβατίνες «μάρκας Κίνας» (έμεναν και το χειμώνα εκεί στα 800 μέτρα υψόμετρο) με τα ροδομάγουλα χαρακτηριστικά του μπάρμπα Σταύρου και τα αγριοκάτσικα του Μελέτη δεν έφταναν σε αυτά τα μονοπάτια. Δίπλα στις κυψέλες του γεωπόνου από τα Πράμαντα που τρυγούσαν ότι γυροβόλιζε από ανθοφορία γύρω χώθηκα με αποφασιστικότητα στο λόγγο της ορθοπλαγιάς, η μοτό έμεινε δίπλα στις κυψέλες. Το μονοπάτι στράταιναι πατημένο στην αρχή και με οδηγούσε, η αμφίεση κυνηγετική με προστάτευε από κλάρες και αγκάθια, η γκλίτσα και τα άρβυλα πολύτιμοι σύμμαχοι στο νεροφαγωμένο στήριγμα των σταθερών βημάτων μου. Ελαφρό αεράκι περνάει τα φυλλώματα και ενώ ντάλα μεσημέρι πολεμάω το βήμα μου υπό σκιάν τα τριξίματα στα κλαδιά με προετοίμαζαν ότι τα ξερά εδώ κάποτε πέφτουν μόνα τους και μπορεί αν βρεθείς στο δρόμο τους να σε αποδιαβάσουν.
Άκουσα το υπερηχητικό κύμα από μακριά, γνώριμος ήχος εκεί στα ψηλά βουνά όπου ανάμεσα Κακαρδίτσας και Τζουμέρκων από τη μιά και Μοράβας Τρίγγιας και Κόζιακα από την άλλη. Η βαθιά χαράδρα των βουνών ανάμεσα ήταν η «παιδική χαρά» των Φαντομάδων[3] μας από τη Λάρισα, όσο πιο χαμηλά κατέβαιναν τόσο έμπειροι κόμπιαζαν και κρύβονταν από τα ραντάρ, μικρό και φασαριόζικο μυστικό όλων των περιπατητών εδώ, μέχρι να χαθούν βορεινά προς το Περιστέρι και το πέρασμα της Κατάρας πάνω από τα βοσκοτόπια της Γκρουμουλιάσας από την μιά και του Στρούντζι από την άλλη. Αν πάλι έστρεφαν μπροστά από τη Στρογγούλα με ρότα το Ιόνιο υπόθετες αμέσως ότι ήταν από το Άκτιο ή και την Ανδραβίδα και γυρνούσαν Δυτικά προς την βάση τους. Ένα εκπαιδευτικό κρυφτούλι ευκινησίας, αέναο καθημερινό ένα παιγνίδι του σιδερένιου πολεμικού αετού ανάμεσα τους ορεινούς όγκους με θεατές μόνο εμάς τους λιγοστούς κατοίκους της βασανισμένης αλπικής Ελλάδας. Πρόλαβαν άραγε οι πιλότοι να απολαύσουν το πολύχρωμο χαλί του δάσους που ξεδιπλώνονταν κάτωθέ τους ή το υψόμετρο τους σήμανε τον κόκκινο συναγερμό της χαμηλής πτήσης και τους τραβούσε όλη την προσοχή ;
Ξανακούστηκε σε λίγο στην ησυχία το κελάηδημα του τσαλαπετεινού, οι οξυές φιλόξενες φυλάνε τις φωλιές τους, που είναι πιά το μονοπάτι που βάδιζα; Εδώ και λίγη ώρα δεν είναι πιά τα βήματά μου σε χέρσο πατημένο αλλά μέριαζα λόγγο, θάμνα και φτέρες στο δρόμο μου. Μεσημέριασε είμαι στη σωστή νοτιοδυτική κατεύθυνση για την Κηπίνα αλλά η στροφή του αντάρτη, δεν φάνηκε ακόμα. Είναι ένα ξάγναντο που μου τόδειχναν σαν σημάδι του μονοπατιού οι ντόπιοι από μακριά, εκεί κρυβόταν στον εμφύλιο ένας κατσαπλιάς αντάρτης λαγουμιασμένος από την μάνητα του πολέμου μέχρι που πέρασε ο καπετάν Γιώτης σε οργανωμένη οπισθοχώρηση , τον μάζεψε και πήγαν για τις τελευταίες μάχες στο Γράμμο.
Σκιές φούντωσαν γύρω μου , τα ξωτικά του δάσους. Οι μύθοι πλέκουν την κούραση και την θεριεύουν. Έκατσα να ξαποστάσω ιδρωμένος ναι με είχε κουράσει το δάσος, κάτι δεν λογάριαζα σωστά.! Λίγα παράθυρα γαλανού ουρανού ξακρίζανε πάνω από το κεφάλι μου. Για το κακό συναπάντημα δεν μπορώ να πω , με είχαν προειδοποιήσει οι ντόπιοι, πιθανά μούπαν να συναντήσεις κάποια αρκούδα ή κανένα ξεμοναχιασμένο λύκο , άρχισε να σκιάζεται η κουρασμένη φύση μου. Τι όπλο προστασίας είχα εγώ το δίποδο εκεί πέρα, ένα παγούρι νερό, λίγο ψωμί και τυρί άντε και κάτι ενέσεις Buscopan Compositum. Σιγά μη κάτσει ο λύκος να του την χώσω. Ο ιδρώτας φούντωνε στο κορμί μου, σχεδόν άκουγα την καρδιά μου να χτυπά δυνατά. Η ομορφιά της φύσης με οδήγησε εκεί μέσα στο άβατο σύδενδρο σαν σε παγίδα με θήραμα την αφεντιά μου, υπερφίαλο ξενάκη στο περιβάλλον, τι ήθελα μοναχός μου μέσα στο δάσος, σε τι παιγνίδι ζωής έμπλεξα και ποιόν κανόνα του ακριβώς είχα παραβεί;
Δεν άκουγα πιά το κελαηδιτό , που με συνόδευε ώς τα τώρα στην τρίωρη από τις κυψέλες και δώθε περιήγησή μου, είχα βάλει ένα στόχο και διαπίστωνα τώρα την αποτυχία του, έπρεπε να προχωρήσω εκεί πιό κάτω θάταν το ξακουστό μοναστήρι το φυτεμένο μέσα στο βράχο αιώνες τώρα, ήξερα μέχρι που θάβρω το κλειδί κρυμμένο, τώρα θα έκανα πίσω;; Τι βιαστικά που δειλιάζω, σκέψεις συμβιβασμού με πιάσανε, σιγά μην πάρω το δρόμο της επιστροφής εκεί που με περίμενε η συντρόφισσα εντούρο μοτοσικλέτα μου, θα γελούν το βράδυ στη ταβέρνα οι ντόπιοι με τους φόβους μου για το λύκο τον μονάχο τον φονιά, που ξακρίζει τα βουνά και σκοτώνει, σκοτώνει όσα ζωντανά βρει στο διάβα του, έτσι γιατί έτυχε να βρεθούν μπροστά του, κατά πως μου τόχε περιγράψει «εμπιστευτικά» ο Πίπης με τον Μητσάκο. Αντράλες[4] και διαολιές των φίλων ντόπιων πλημμύρισαν το μυαλό μου. Έκανα να σηκωθώ πριν αρχίσω να ακούω την μακρόσυρτη κραυγή του φονιά του δάσους που μελέταγα στους λογισμούς μου, όταν μέσα στη σιωπή πρώτα τον ένοιωσα μετά τον είδα.
Ομολογώ ότι είδα πρώτα την γνώριμη επιβλητική σκιά του, τρία μέτρα άνοιγμα φτερών δεν κρύβεται εύκολα η σκιά του αετού που περιπολούσε πάνω από το σύμπυκνο δάσος.. Τι από μηχανής θεός ήταν αυτός, έλαμψα και αναθάρρησα όταν τον κατάλαβα. Ηταν ο γνώριμός μου φίλος που κάθε φορά που περνούσα από το Γαλαρόκαμπο πάνω από το Μικρό Περιστέρι, (τρείς φορές το μήνα) τον τάιζα με τον τρόπο που μόνο οι δυό μας ξέραμε λιχούδικες πέστροφες από το τοπικό πεστροφείο. Καλά αυτός έχει τη φωλιά του στο Στρούντζι στις πηγές του Αχελώου πως βρέθηκε εδώ κάτω να κόβει βόλτες πάνω από το κεφάλι μου;; Ξεμωράθηκα εγώ και τόβαλα με τις μικρές μου δυνάμεις, αυτό το περήφανο πουλί τι θέλει εδώ έξω από τα εναέρια «νερά» του;; Δεν τον είχα ματαδεί τόσο χαμηλά και επιβλητικό, μήπως βρήκε καμιά φωλιά ασβού και ετοιμάζεται για πάρτυ;. Πέταγε ανάποδα από την κατεύθυνση της περιπέτειάς μου προς το χωριό Συρράκο πάντα σε μικρούς κύκλους ήταν μια μαγεία να τον θωρείς αυτόν τον ζωντανό αντίζηλο των Φαντομάδων που πέρασαν δώθε μιάμιση ώρα πριν. Δεν μπορούσα να ξεκολλήσω το βλέμμα από το πέταγμά του, ο λαβύρινθος του δάσους είχε περάσει σε δεύτερη μοίρα. Σάμπως με είχε συνηθίσει σε τέτοιες ρεβεράντζες, περπάταγα προσεκτικά και κοιτώντας τον κλεφτά όλο προς τα πίσω ακολουθώντας το πέταγμά του. Η σχέση μου μ΄αυτό το σταυροπούλι μέτραγε τουλάχιστον τρείς τσάντες πέστροφες 4κιλες η κάθε μιά.. Μιά μιά του τις πέταγα 1,5 κιλό τη φορά όποτε πέρναγα από το στέκι του τριάντα χιλιόμετρα βορειότερα και 500 μέτρα ψηλότερα , εκεί που τα δένδρα έχουν χαθεί και γανιάζεις να πετύχεις όχι άνθρωπο αλλά μήτε αγριόσκυλο ποιμενικό μονάχο να σεργιανάει στα βοσκοτόπια. Τα τσαλίμια του για να αρπάξει την πέστροφα στον αγέρα που του την πέταγα είναι κάτι που δεν περιγράφεται. Ακροβασίες ενός κυρίαρχου των αιθέρων σε ένα τσίρκο της σιωπής εκεί ψηλά στα 1800 μέτρα υψόμετρο και με σβησμένο το βάρβαρο ήχο της Εντούρο τουλάχιστον επί ένα τέταρτο για να πλησιάσει ξεθαρρεύοντας. Τόχαμε κανονισμένα την κάθε φορά ταίσματος πέντε ψάρια την φορά, εγώ τα πέταγα με αργές κινήσεις στο απέραντο κενό και αυτός κανόνιζε να μην του ξεφύγει ούτε μία. Μάλλον τον είχα καλομάθει, μάλλον με είχε σταμπάρει ευχάριστα.
Τώρα έτσι που πέταγε με τράβαγε εκεί που συγκλίνανε οι κύκλοι του, κόντεψε να μου φύγει η γκλίτσα για να τον ακολουθώ, ήταν αυτός ο εξ ουρανού φιλαράκος που έδινε το πρόσταγμα των μέχρι πριν λίγο επιλογών μου. Ένοιωθα να βγω γρήγορα σε ξάγναντο ίσως με χρειαζόταν να του πετάξω το λίγο ψωμί που είχα μαζί μου η σχέση μας δεν είχε να κάνει με κυριαρχία ή μοιρασιά, μου έδινε την γοητεία της παρουσίας του, του έδινα ότι είχα και του ήταν χρήσιμο. Ηταν τυχαίο που τάχα ακούσει αυτά τα θρυλικά πουλιά δεν πλησίαζαν ποτέ κυνηγό έστω και με το όπλο υπο μάλης ή στο ώμο;;
Στο δεκάλεπτο περίπου αυτής της τρελής μου πορείας πίσω από μια σκιά, άστραψε και βρόντησε. Η ορθοπλαγιά κουνήθηκε ολόκληρη νέφη σκόνης και ξύλων κινήθηκαν εκεί που ήμουν αναποφάσιστος, έπεσα κάτω ένοιωσα ένα κομμάτι της πλαγιάς ξεκοιλιασμένο να τραβάει την κατηφόρα προς τις απότομες κλύτεις του Καλαρρύτικου ποταμού. Συνειδητοποίησα ότι η απότομη έκρηξη στο βουνό ήταν δυναμίτης, πολύς δυναμίτης από τα «έργα» διάνοιξης δρόμου μέσα από αυτό το πανώριο δάσος, για να βγει στο απέναντι χωρίο τους Καλαρρύτες. Αποκομμένο χωριό από αμαξιτό δρόμο προς Γιάννινα και Άρτα, χρόνια πάλευαν με σισύφειες ίσως και καταστροφικές προσπάθειες να φέρουν το χωρίο σε επαφή με τις πρωτεύουσες νομών, τα φαρμακεία, τα μπακάλικα, τις ζωοτροφές τα στοιχειώδη οικοδομικά υλικά.
Ξαπλωμένος κάτω δίπλα σε ένα κομβόι από κάμπιες, ενώ τα βράχια πέφταν βροχή εκεί 100-200 μέτρα πίσω μου συνειδητοποίησα πιά πως ήμουν και γω μέρος αυτής της καταστροφής , κοίταξα ψηλά για το σωτήρα φίλο μου αετό, είχε γίνει μπουχός, οι αετοί είναι περήφανα ζωντανά δεν αντέχουν να βλέπουν τέτοια έργα ανθρώπων.
Σηκώθηκα στα πόδια μου σε πέντε λεπτά όταν το βουητό του ποταμού έπαιρνε πάλι τον αντίλαλο του μακριά να τον κουβαλήσει ως τους Χριστούς και τους Μελισσουργούς.. Ήμουν γιομάτος μια γκρίζα σκόνη πασπαλισμένος όπως και τα γύρω δένδρα, ακέραιος σωματικά αλλά ψυχικά ένα ράκος. Τινάχτηκα πρόχειρα και σε μισή ώρα με γρήγορη αναρρίχηση βρέθηκα δίπλα στην εντούρο μηχανή μου να με πάρει μακριά από κεί. Το φλαμούρι[5] εδώ γύρω τώρα μύρισε μπαρούτι.
Δεν μίλησα ποτέ για αυτή την απίστευτη περιπέτεια μου στη φύση, το φίλο μου αετό δεν τον ξαναείδα ποτέ μου. Νοιώσατε ποτέ εσείς η πληγή, σε ένα λαβωμένο δάσος;;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
2-3-2007.
H φωτογραφία της φλαμουριάς είναι ευγενική προσφορά του βοτανολόγου, συνταξιούχου ΙΚΑ κου Λέτσιου Δημήτρη.
[1] Ιερά Μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, που πανηγυρίζει την Παρασκευή της Διακαινησίμου, εορτή της Ζωοδόχου Πηγής. Είναι κτισμένη μέσα σε μια μεγάλη σπηλιά ενός κάθετου βράχου το 1212 υπό αρχιεπισκόπου Γρηγορίου ή κατά την κτιτορική επιγραφή της το 1349 κατα Ν.Παπακώστα.
[2] Κλιμακωτό κτίσμα που εκμεταλλεύεται το επικλινές του εδάφους.
[3] Πιλότοι F-4 αλλά και άλλων τύπων καταδιωκτικών.
[4] Χοντράδες βλάχικα.
[5] Τα φύλλα από το δένδρο φιλύρα, το αφέψημα τίλιο
[2] Κλιμακωτό κτίσμα που εκμεταλλεύεται το επικλινές του εδάφους.
[3] Πιλότοι F-4 αλλά και άλλων τύπων καταδιωκτικών.
[4] Χοντράδες βλάχικα.
[5] Τα φύλλα από το δένδρο φιλύρα, το αφέψημα τίλιο