Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Thessaloniki. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Thessaloniki. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 8 Ιανουαρίου 2009

ΗΛΙΑ ΑΜΠΟΥ ΝΑΧΛΕ

ΗΛΙΑΣ ΑΜΠΟΥ ΝΑΧΛΕ

Τα 24 του χρόνια και το 1,90 ύψος φάνταζε ξεχωριστό για τον Παλαιστίνιο φίλο τον Ηλία πούχαμε προλάβει στο 4ο έτος από την δυστοκία του στα μαθήματα. Ο Ηλίας προσπαθούσε αλλά το μυαλό του ήταν αλλού. Είχε οικογένεια ένα μαχητικό κομμάτι
της PLO για άλλους συγγενείς δεν μίλαγε ποτέ. Ήθελε ένθερμα να πάρει το πτυχίο του και να κατέβει με τις γνώσεις του να βοηθήσει το λαό του. Αχ εκείνη η Ιστολογία-Εμβρυολογία τούχε κάτσει στο στομάχι με τα ακαταλαβίστικα, ήταν και το βιβλίο σχεδόν Αττική διάλεκτος.


Στη Μικροβιολογία είχε γίνει ξεφτέρι είχε πάρει και το μοναδικό επτάρι του, τα ζούσε τα μικρόβια της ζωής ήθελε να τα πολεμήσει. Από κανόνες επιβίωσης ήξερε σε πανηγύρια και αγωνιστικές διεκδικήσεις ήταν πάντα παρόν, ξεχώριζε από τη θωριά του σε ύψος γιατί στο φάρδος θύμιζε Άγιο Αντώνιο τον Στυλίτη. Όλη η παρέα στο γρασίδι φωτοσυνθέταμε, ζούσαμε την νιότη μας κουβεντούλα, ίντριγκα, κουτσομπολιά που και που μοιράζαμε τα ανύπαρκτα χωράφια των φοιτητικών παρατάξεων. Παρόντες όλοι οι επαρχιώτες της Θεσσαλονίκης , «οι ξένοι», οι γηγενείς είχαν τις δικές τους παρέες και το γρασίδι έξω από την Σχολή μόνο για περαντζάδα.



Άλλοι αλλοδαποί συμφοιτητές ένας Αμερικάνος, ένας χριστιανός Λιβανέζος, ένας Ινδός , Σύριοι, Νιγηριανοί, Σουδανοί, εκ Λιβύης και 3-4 Παλαιστίνιοι. Ο Ηλίας η μεγάλη σκιά της επαναστατημένης παρέας, καθημερινός προσδοκούσε την επαφή και τις επεξηγηματικές μας σημειώσεις από τα μαθήματα. Οι απορίες της γνώσης γεννιόνται στα χρόνια σπουδών βιώνουν μαζί μας και τις κουβαλάμε καταχωνιασμένες επιδέξια σαν μεστώσουμε εκεί μετά το πτυχίο, το στρατό, το αγροτικό την ειδικότητα και την μετέπειτα απροσδιοριστία της δικαιοπραξίας μας. Από μισόλογα καταλάβαινες ότι ο Ηλίας είχε ήδη πολεμήσει.



Ακήρυχτος ο πόλεμος γενιών και γενιών Ισραήλ και Παλαιστίνιων, η μαντίλα που ήταν τυλιγμένος στις επίσημες εμφανίσεις του έλεγε για αυτόν πολλά. Ελάχιστοι ξέραμε και το κουσούρι που είχε τσιμπήσει ο Ηλίας 12 χρονος φυλακισμένος στις Ισραηλιτικές φυλακές, μετατραυματική επιληψία, ξύλο, άγριο ξύλο στο κεφάλι και έτσι με status epilepticus[1] ανά δίμηνο παρά την φαρμακευτική αγωγή θεός ξέρει πως συνερχότανε στις πτώσεις και τα τινάγματα. Αυτός και η Ματίνα το αρρωστιάρικο ήταν τα χαϊδεμένα όλης της παρέας, μιας μεγάλης παρέας άνω των 55 φίλων που από το κατηχητικό και τον Σοφοκλή είχαμε μπλέξει με τον Μάο, τον Λένιν τον Μαρξ και βέβαια Φρόιντ, Μπακούνιν, Εριχ Φρόμ, Ράσελ , Σαββόπουλο και Λένον.
Ο Ηλίας άλλαζε συχνά κατάλυμα, ήταν στους κανόνες συνωμοτικότητας που εμείς θεωρούσαμε απλά μανία καταδίωξης. Έβλεπε παντού πράκτορες της Μοσάντ....
Τον πείραζα λέγοντας του ότι δεν έκανε για τον πετροπόλεμο της ιντιφάντα γιατί λογω ύψους ήταν εύκολος ....στόχος.
Τον Απρίλη του 1982 τον χάσαμε για 2-3 μέρες. Κάτω μαίνονταν η σφαγή-εισβολή του Ισραήλ στους προσφυγικούς καταυλισμούς του Νότιου Λιβάνου. Υποθέσαμε τον πρώτο καιρό ότι έφυγε κρυφά για κάτω εκεί που τον καλούσε το καθήκον. Μετά από 10 ημέρες μάθαμε για το παλικάρι με την αρρωστημένη επιληπτική αύρα, πρωτοειδοποίησαν οι τυχαίοι γειτόνοι για την δραματική μυρουδιά που αναδυόταν από ένα φτωχικό φοιτητικό διαμέρισμα.



Ένα θύμα ακόμα εκείνου του βάρβαρου πολέμου κείτονταν στη παρέα μας. Αιφνιδιαστήκαμε και αναρωτιόμασταν τι ενοχές ίσως νάχαμε κάνει και εμείς που βλέπαμε εκείνο το τάχα μου μακρινό και άδικο πόλεμο δίπλα μας, με έντονη την αίσθηση της απώλειας του φίλου μας. Ένας ακόμα αγωνιστής είχε πολεμήσει και είχε χάσει το τρελό χαροκόπι της ζωής σαν παράπλευρη, παράλογη, παράφορη απώλεια.

5-8-2006
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
[1] Παρατεταμένοι χρονικά τονικοκλονικοί σπασμοί.

Oι φωτό είναι Βραζιλιάνικων, Ρώσικων, Κινέζικων, Κυπριακών και Ιρανικών πηγών.

UPDATE 12-1-2009
1. The Fight in Gaza
2. Outrages in Gaza. No more Apologies
3. Holocaust In Gaza.

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2008

ΓΑΜΑ ,το τρίτο γράμμα.






ΓΑΜΑ, ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΓΡΑΜΜΑ

Στα όρθια συμφωνώ το τακούνι διορθώνει ελαττώματα, ενώ στο κρεβάτι το τακούνι πάντα, έχει αισθητική μόνο θάλεγα συμμετοχή. Εδώ βλέπουμε ένα ερωτικό δράμα που λέγεται Ελληνική οικονομία. Συνδυάζει την ερωτική αναζήτηση με την μετατελετουργική αποχαύνωση. Φοβάμαι πως δεν θα σταματήσουμε με τις ευλογίες νταβανζήδων να βρίσκουμε γαμπρούς και πουτάνες αγκαλιά , να τους κρατάμε φανάρι και να πληρώνουμε το λογαριασμό.
Η εικόνα θυμίζει Λαδάδικα δεκαετία του 80 κοντά στην πύλη 4 του λιμανιού. Ταβέρνα «Κεφαλονιά» με σκουμπρί στη σχάρα, φάβα, σουπιές γιαχνί, φασόλι πιάζ, χάρτινη χαρτοπετσέτα, λαδόκολλα για τραπεζομάντιλο, ξύλινο τραπέζι και οι παρέες με ζεστές καρδιές να μπλέκονται και να κερνούν κρασί αλλήλους. Εκτός από το φανερό δείπνο, τέσσερα μπουρδέλα ανά τετράγωνο και 2 bar consommation (συναγελάσματος..) φιγουρατζήδες, φορτηγατζήδες, νταβατζήδες και καμπαρετζήδες παρέα με όλες τις προσωπικότητες του «πνεύματος και του οινοπνεύματος» ψαχουλεύοντας την τέχνη της ζωής. Ο Διόνυσος να κερνάει κρασί (ρετσίνα από Σαββατιανά Ευβοίας) και τα κορίτσια να θυμόνται κατορθώματα. :
---- Κυρ Ευριπίδη θυμάσαι τα θαλασσινά μεζεδάκια πούτρωγες όταν είχες δόντια;;
---- Το καλύτερο τσιμπούσι μου ήταν, όταν μούγραψε το τριάρι στο όνομα μου.
---- Είχα πάρει και τους τρεις γιους του Φιξ σε μια νύχτα, μετά έχτισα και εκκλησία!
--- Εσένα αγοράκι πότε θα σου τα φάμε;;
Το αγοράκι σπούδαζε στο Αριστοτέλειο το μεγαλύτερο από τα μπουρδέλα της εποχής που μαζί με την σεξουαλική χειραφέτηση, μας εμπέδωσε την κοινωνική περιέργεια, ξυπνώντας όλα τα ένστικτα ταξικά και ανοιξιάτικα.
Ο εκσυγχρονισμός της κοροϊδίας διαδέχτηκε τον αμοραλισμό, ξεκινήσαμε τούβλα εξελιχθήκαμε καπάτσοι , η μεσαία τάξη πνίγηκε στις αμαρτίες της εκεί που πέρασε ο Μάνος Κατράκης την γερή πνευμονία γυρίζοντας το «Ταξίδι στα Κύθηρα». Τα πιόνια ανακατεύονται και οι ρόλοι συγχέονται επικίνδυνα.


Η ιδιωτική πρωτοβουλία έπαιρνε πάντα δουλειές από το δημόσιο γιατί ήταν ανίκανη να κάνει μπίσνα δικιά της. Η ομίχλη του λιμανιού πέτρωσε στα πρόσωπά μας. Τα μπουρδέλα στο λιμάνι κλείσανε και ο κύκλος εργασιών διευρύνθηκε μέχρι το Χρηματιστήριο.




Οι δουλειές έφυγαν στη Βουλγαρία και το χρήμα στο καζίνο στα Σκόπια. Στο λιμάνι έμεινε το φορτηγό με τις σαμπανιές χώμα ....εισαγωγής από τη Σενεγάλη.




Η υπόγεια θαλάσσια σήραγγα θα περάσει από δώθενες εκεί που αποτυγχάνει η Ελβετία στις Άλπεις με τις καραμπόλες δυστυχημάτων, ευελπιστούμε ότι εμείς με τα αποδαύτα ποσοστά κακοδαιμονίας τροχαίων, θα ξαναανακαλύψουμε την κόλαση.
Άλλοι πρόκοψαν μπήκαν στο κόμμα «όπου φυσάει άνεμος» άλλοι μίσεψαν έμειναν να μιλούν με τον εαυτό τους στο καθρέφτη, που λεει και ο Στάθης Στ. το χρήμα δεν γίνεται πια κρασί, γίνεται μπετά αμφιβόλου ποιότητος και εξωνημένες συμβάσεις με το κρεβατωμένο υπερχρεωμένο πια δημόσιο. Τα δέντρα δεν ψηφίζουν πιά εξοστρακίστηκαν από τις πόλεις, οι οπλίτες δεν φυλάσσουν την αριστερά πλευρά τους συμπολεμιστή τους όπως παλιά στην πομπή των Παναθηναίων.


Κανείς δεν βλέπει τη σχετικότητα αριστεράς και δεξιάς μέσα τους, μπροστά στον εκμαυλισμό του προσωρινού παράνομου χρήματος.


Ο φόβος της αναδουλειάς η κοινότητα της πουτανιάς τείνει να γίνει η νέα καραμέλα επικοινωνιακής πολιτικής. Άλλοι πίνουν και άλλοι μεθούν σε αυτό τον τόπο. Αν οι εικονικές τηλεοπτικές αντιπαραθέσεις (τα παράθυρα με τα άπλυτα) βαπτίζονται πολιτικές τοποθετήσεις ή άκουσον "υπεύθυνες αντιμετωπίσεις προβλημάτων ", συνομοσπονδίες με πειρατές στα Κυπριακά μπατζάκια μας. Να ανασάνω πριν και μετά το κάπνισμα , να μην ξεχάσω.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ
22-4-05

Πέμπτη 14 Ιουνίου 2007

Κουνημένη φρίκη.




20 ΙΟΥΝΙΟΥ 1978

Προχωρημένη βραδινή ώρα άρχισε να κουνάει η Θεσσαλονίκη. « Α, ο σεισμός της βραδιάς» αποφάνθηκε ψύχραιμα και ενώ τα δευτερόλεπτα δονούσαν ατελείωτα «μεγάλος είναι ο αποψινός».!Φωνές, ουρλιαχτά ,κεραμίδια, τούβλα πέφταν κουρνιαχτός και βουητό στο μικρό δρομάκι μας Αγάπης 4. Το διάβασμα της Χημείας έμεινε στη μέση, οι αφίσες χοροπηδούσαν σαν εκκρεμή στο τοίχο, το φοιτητικό μονόφωτο περιστρέφει την αγωνία του και το κούνημα αμείωτο πάνω από 30 δεύτερα «Λες,.. να ήρθε η ώρα μας;». Ψύχραιμα στο καφασωτό της μπαλκονόπορτας του 8ου ορόφου, που να τρέξεις...Ο τρελός χορός δεν έχει τελειωμό.
Τελειώνοντας ο Εγκέλαδος εμείς τα μυρμήγκια της φύσης έπρεπε να δούμε τα έργα μας, τα σμπαράλια της ζωής και της φτιάξης μας. Ξεσκάλωμα της σπιτονοικοκυράς από τα σερβάν του Χολ, τηλέφωνο σπίτι πριν φορτώσουν οι γραμμές για καθησυχασμό, απάγκιασμα της γιαγιάς σπιτονοικοκυράς εκεί που έβρισκε αποκούμπι και παρέα στα δύσκολα, στον προαύλιο χώρο της Αγίας Σοφίας. «Πρόσεχε μην μπεις μέσα ολόκληρα τοιχία έχουν ραΐσει....»
Στην Εγνατία οι πολυκατοικίες κολλητές χόρευαν σαν σε κερκίδες γηπέδου το χορό των μετασεισμών, αμάξια λίγα ακόμα και η δίγραμμη διαχωριστική λωρίδα των πεζών με πολλούς τολμηρούς εραστές, στα πεζοδρόμια βρέχει σοβάδες και τζάμια. Βγήκανε λύκοι μοναχοί στο κυνήγι της ζωής και του θανάτου, ποιός χωράει τέτοιες ώρες σε τέσσερα ντουβάρια;; Φτάνοντας Συντριβάνι και Αγγελάκη είδανε τη ΧΑΝΘ με πεσμένο το αίθριο της, από πίσω χαλάσματα στα παλιά Δικαστήρια και τότε ήλθε σαν φήμη η βουή «έπεσε η πολυκατοικία του Νίκου» Τρέξανε στην στιγμή, είχανε από το δρόμο κάνει τ΄ανταμώματα ήδη τρείς πρωτοετείς. Βρήκανε πολυκατοικία 8 ορόφων απλωμένη 5 ορόφων μπάζα και τη ΔΕΗ να ζητάει με απεγνωσμένες φωνές συγκράτημα μέχρι να κόψουν το ρεύμα. Είχανε μαζευτεί αυθόρμητα, πάνω από 200 φοιτητές αρωγοί. Που να ξέρανε τότε ότι γράφανε την προϊστορία της ανύπαρκτης τότε ΕΜΑΚ. Ακούγαμε κραυγές βοηθείας από τους ενοίκους των πάνω διαμερισμάτων, βλέπανε ανάκατα στις τσιμεντόπλακες και τα δοκάρια, ρούχα, τουβλα, τηλέφωνα, λεκάνες, ξύλα από έπιπλα και ντουλάπες και σκόνη ω, θεέ μου τι σκόνη έχει καθίσει παντού. Φώτα κομμένα και βουρ πάνω στα τσακίδια να βγάλουνε ανθρώπους. Γρήγορα καταλάβανε ότι ο καλύτερος σύμμαχος αυτής της δουλειάς είναι η ησυχία. «Είναι κανείς εδώ».....Κρατικός μηχανισμός ένα περιπολικό αστυνομίας και ένα όχημα της πυροσβεστικής, τους οργάνωσαν με γρήγορα κοφτά παραγγέλματα και τους ακολουθούσαμε πειθήνια. Ο «δικός μου» πυροσβέστης ήταν προνομιούχος είχε φακό στο σκοτάδι, είχε και την “τρέλα” μέσα του. Οταν του έδειξα μια γιαγιά θαμμένη ως το λαιμό στα μπάζα που φώναζε για ... το σπασμένο της πόδι χάθηκε κάτω από την αιωρούμενη πλάκα και με γρήγορες κινήσεις απελευθέρωνε τούβλα από το κορμί της. Με θυμάμαι και γελάω με ένα χέρι στο άνοιγμα να βαστάω την τσιμεντόπλακα και με το άλλο με το φακό του, μου τον είχε εμπιστευτεί, να του φέγγω του τρελάρα για να την τραβήξει πάνω πριν της φύγει η ψυχή από τη φωνή της. Άλλοι βρήκαν φορείο κατάλληλο τα ξύλινα κουφώματα, άλλοι παραδίπλα μαρσάρουν ένα παπάκι να έχουν φως, για να ξεθάψουν άλλον ζωντανό. Παναγιά μου κάνε εδώ που πατάμε να μην άλλος από κάτω. Πιό πέρα ζόρισαν τα πράγματα, βρήκαμε μισοπεθαμένη ανάμεσα σε δυο δοκάρια ακίνητο και ζουμπισμένο το κεφάλι της αδελφής της γιαγιά μας με το σπασμένο πόδι. Χρειάζονται κομπρεσέρ. Ακούς ήδη δουλεύουν από την άλλη πλευρά έχουν λέει εγκλωβιστεί άνθρωποι εκεί που πρέπει να ήταν η είσοδος, το κομπρεσέρ δουλεύει να σπάσει πλάκες ναβγεί ανάσα από κει μέσα, νοιώθουμε ότι παλεύουμε με το χρόνο και δεν καταλαβαίνει κανείς πως έφτασε 3 η ώρα πρωινή. Κολλημένος ιδρώτας σκόνη και το θράσος της νιότης μας όλα μια σάρκα ζεστή καυτή. Ήταν η ώρα που ήρθαν οι φαντάροι από το 3ο Σώμα Στρατού και διέταξαν κοφτά «Ολοι οι πολίτες κάτω». Είχαμε βγάλει ώς τότε 8 ανθρώπους μερικούς αρκετά και άλλους ανεπανόρθωτα ταλαιπωρημένους, τους πιο πολλούς ζωντανούς. Η τρύπα της εισόδου έκρυβε τους πολλούς απόντες θύματα από εκείνο το σεισμό , σύνολο 45 αν θυμάμαι καλά. Η γλύκα από τα μανδηλάκια-γλυκα του Νίκου απεδείχθη πικρή πολύ πικρή για τα ρυμοτομικά και πολεοδομικά μας κατορθώματα. Ακόμα χτίζουμε πόλεις παγίδες και σπίτια κλουβιά της ματαιοδοξίας μας,.

16-6-06

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Δευτέρα 7 Μαΐου 2007

Η Βασίλισσα και οι κηφήνες


ΚΑΙΝ ΚΑΙ ΑΒΕΛ


Σαν παιδί στη Τριανδρία δεν είχε παίξει πολύ. Πάντα κόντρα με το μεγάλο αδελφό τον Κώστα , τον σερσέμη . Οι δυό τους να μοιράσουν τα ανύπαρκτα χωράφια τους, σαν τον Κάιν και τον Αβελ. Ο πατέρας τους από τους σεφ του Μακεδονία Παλλάς τον έβαλε να γίνει άνθρωπος, βοηθό μπακαλόγατου στα κελάρια του πιο μεγάλου εργοταξίου τότε το 1959, στη περιοχή. Το χουνέρι ήταν να αφήσει τις κάνουλες ανοιχτές λάδι και κρασί έτρεχαν ώρα μέχρι να τον πάρουν χαμπάρι και να τον διώξουν με το σκατόφτυαρο. Αν δεν ήταν μπιστικός τόσα χρόνια ο πατέρας του θάχε φάει και αυτός απόλυση εξ αιτίας του. Μαύρη ψυχή ο Μανόλης, σκιά και λέρα του αδελφού του. Ο πατέρας δούλευε από τη νύχτα στη νύχτα , ο μεγάλος αδελφός με μέσον ένα πατριώτη της ΕΡΕ μπήκε στην ESSO Pappas στα καζάνια., αυτός ρεμπελιό όλη μέρα. Πέθανε ο Κώστας (τον λέμε Αβελ στην ιστορία γιατί έφυγε πρώτος και από χέρι αδελφικό, σαν ψυχοσκότωμα) 34 χρόνια αργότερα από εγκεφαλικό την ίδια χρονιά με τον κ. Πάππας έξη μήνες μόνο στη σύνταξη, πρόλαβε ένα τάμα μόνο στη βασανισμένη του ζωή , ένα ταξίδι ώς την Πόλη . Η κυρά Αγγελική η γυναίκα του πατέρα του, τους ανάθρεψε σαν όρμος απάγκιο αλλά λιμάνι δεν ήταν , ήταν η μητριά τους κι ας πάσχιζε σαν μάνα, η μάνα η δικιά τους έφυγε νωρίς.
Οι κακές παρέες εκεί γύρω από το Παπάφειο είχαν όνομα και σήμα πίσω από το πέτο του σακακιού τους , μιά καρφίτσα. Ψάρευαν ψεύτικο πατριωτισμό και σαβούρα, πλιάτσικο και κρεπάλη στις λασπωμένες γειτονιές της Τούμπας όπου κούρνιαζε η φτώχια και η προσφυγιά. Τραγουδούσαν «Τι ζητούν οι Βούλγαροι στη Μακεδονία; Τι ζητούν στα σπίτια μας τα άτιμα σκυλιά; Το λένε οι φαντάροι το λένε με καμάρι: Μεγάλη Ελλάδα θέλουμε και Παύλο βασιλιά»

Δεν θα χαλούσαν χατίρι στη βασίλισσα. Με των φίλων την εντολή σαν ρομφαία πάνω στο τρίκυκλο, όταν κατέβασε με όλη του τη δύναμη ο Μανόλης (ένας Κάιν που ποτέ δεν ένοιωσε ενοχή) το λοστάρι στο κεφάλι του ανεπιθύμητου , ήταν πια από καιρό αφιονισμένος και ο ίλιγγος της παθιασμένης συμπεριφοράς του φαινόταν σε αυτόν τον σάλιαγκα σαν ο δρόμος της ανάδειξης και της επιτυχίας. Με αυτά τα «παιδιά» είχε την αίσθηση της υπεροχής και κανά φράγκο στη τσέπη. Αμέσως μετά το φονικό βούιξε ο πόλη, πλάκωσε όλη η Αθήνα στις γειτονιές τους, τους χώθηκαν στο ρουθούνι, δημοσιογραφίσκοι αδούλευτοι . Χάρις στο καθίκι τον αίλουρο που πήδηξε στη καρότσα έγινε γρήγορα γνωστός, μην πεις τίποτα όλα ελέγχονται του σφύριξαν οι δικοί του. Έτσι βγήκαν οι φωτογραφίες με το Μανόλη να βγαίνει από τον ανακριτή και με ύφος κραταιού νικητή να χαιρετάει τα πλήθη. Έψαχνε με το μάτι να βρει την τσάτσα του , το νταραβέρι του, ήταν η αδυναμία του, του τόκανε τσάμπα για μια φορά το μήνα κιαυτός σκυλάκι φύλακας πίσω της. Που νάναι τώρα που τον έχουν στα σίδερα. Άλλοι τον επευφημούσαν τότε γύρω του. Τότε που ο υπουργός ο Ράλλης κρύφτηκε σε ξενοδοχείο και ο αδελφός του ο Κώστας κάνοντας τον άρρωστο έμεινε 20 μέρες σπίτι κρυμμένος. Δική του οικογένεια ήταν ο Γιοσμάς ο Μήτσου και οι άλλοι ,κανόνιζαν τα πάντα, τσιγάρα και ποτά στο κελί αλλά ως πότε....
Ο εφιάλτης του, που του χάλασε τη μανέστρα ήταν εκείνος ο κοντόθωρος μα επιβλητικός εισαγγελέας με το όνομα το Κεφαλλονίτικο ντε, ο Δελαπόρτας. Βουίζουν ακόμα στα αυτιά του τα λόγια του για «κοινωνικά βυθοκορήματα». Έκλεινε τα αυτιά μέσα η φωνή «αναρχικά λευχαιμοειδή κύτταρα που ντρόπιασαν με τις πράξεις τους το στρατό και έθνος».
-----«Για μας μιλάει αυτός;; Αει σιχτίρ ποιός σερέτης και ποιός νταβατζής νομίζετε ότι μας κυβερνάει;; Σιγά μην κάνω μια μέρα φυλακή μέσα, έχω πλάτες εγώ»
-----« Άλλοτε, εκείνοι που καταδικάζονταν για ζωοκλοπή, στερούνταν της τιμής να υπηρετούν στο Στράτευμα, με τη σκέψη ότι η υπεράσπιση της Πατρίδας είναι έργο των αγνών, των τιμίων, των ανιδιοτελών και των ενάρετων ανθρώπων, με κορωνίδα μεταξύ αυτών των αρετών τη φιλοπατρία.
Σήμερα, εδώ, ένα σύμφυρμα κλεφτών, βιαστών, δοσίλογων και κάθε είδους κακοποιών, εμφανίζεται -προς εθνοκαπηλεία και ανομολόγητους ιδιοτελείς σκοπούς- ως προστάτης κοινωνικών καθεστώτων, ως φύλακας ιερών και οσίων και ως Κέρβερος του νόμου και της τάξης. Τι άλλο έπρεπε να περιμένει κανείς απ’ αυτό πλην του ότι θα εξελισσόταν σε κακοήθη νεοπλασία της κοινωνίας;” Από την αγόρευση του εισαγγελέα Παύλου Δελαπόρτα.

24-3-06