Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 2017

Απολύτως θεμιτό υπουργοί και βουλευτές να αξιολογούν αποφάσεις δικαστών

Απολύτως θεμιτό υπουργοί και βουλευτές να αξιολογούν αποφάσεις δικαστών Ιωάννης Κ. Μαντζουράνης Δημοσίευση στο Documento στις 28.12.2017
Documento #58 23.12.2017 Του Ιωάννη Κ. Μαντζουράνη, Δικηγόρου 1 Στις σύγχρονες δημοκρατικές κοινωνίες ουδείς και ουδέν είναι υπεράνω υποψίας, όλοι και όλα πρέπει να ελέγχονται και επιτρέπεται να κρίνονται, μηδενός εξαιρουμένου. 2 Εφόσον είναι «ανθρώπινον το σφάλλειν» και οι δικαστές μπορεί να σφάλλουν, συνεπώς υπάρχουν ορθές και εσφαλμένες δικαστικές αποφάσεις. Ολες οι δικαστικές αποφάσεις είναι δεσμευτικές, αφού συνεπάγονται έννομα αποτελέσματα, πάντοτε για τους διαδίκους και συχνά και για τους υπόλοιπους πολίτες, πλην όμως δεν είναι όλες οι δικαστικές αποφάσεις σεβαστές, αφού μόνον οι ορθές δικαιούνται σεβασμού και είναι αξιοσέβαστες. 3 Οι φορείς δημόσιας εξουσίας, όπως λ.χ. οι βουλευτές, οι υπουργοί και οι δικαστές, μπορεί και πρέπει να ελέγχονται και να κρίνονται από κάθε πολίτη. Η κριτική μπορεί να είναι βάσιμη ή αβάσιμη, ορθή ή εσφαλμένη, καλόπιστη ή κακόπιστη κ.ο.κ. Αλλωστε και η κριτική επιδέχεται και υπόκειται σε κριτική. Μόνο που η αξιοπιστία και βασιμότητα της κριτικής δεν εξαρτάται πρωτίστως από την άποψη των κρινόμενων. Εν ολίγοις, περί του εάν είναι καλόπιστη ή κακόπιστη και βάσιμη ή αβάσιμη η κριτική μιας δικαστικής απόφασης πιο αξιόπιστα αποφαίνονται οι πολίτες, νομικοί ή και μη, παρά οι κρινόμενοι δικαστές. 4 Η διάκριση των λειτουργιών του κράτους σε νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική και η συνακόλουθη ανάθεση κάθε λειτουργίας σε ξεχωριστά όργανα δεν συνεπάγεται απόλυτο διαχωρισμό αρμοδιοτήτων και δραστηριοτήτων, αφού η συνεργασία των φορέων καθεμίας εκ των τριών λειτουργιών αναποφεύκτως επιβάλλεται από τη φύση των πραγμάτων και επιτρέπεται από το σύνταγμα. Σε αυτό το πλαίσιο των διακριτών ρόλων και αναγκαίων συνεργασιών των τριών εξουσιών είναι ανεπίτρεπτη η αντιπαλότητα, όχι όμως απαγορευμένη η κριτική των αποφάσεων των φορέων μιας κρατικής λειτουργίας από τους φορείς μιας άλλης. Ούτε από το γράμμα ούτε από το πνεύμα των σχετικών με τη διάκριση των εξουσιών συνταγματικών διατάξεων συνάγεται ότι απαγορεύεται σε βουλευτές, υπουργούς και δικαστές να κρίνουν και κατακρίνουν αποφάσεις αλλήλων.
Αρα είναι απολύτως θεμιτό υπουργοί και βουλευτές να αξιολογούν αποφάσεις δικαστών, ιδίως όταν οι δικαστικές αποφάσεις επηρεάζουν επιλογές είτε της κυβέρνησης είτε της Βουλής, όπως εξάλλου οι δικαστές κρίνουν αποφάσεις της νομοθετικής ή εκτελεστικής εξουσίας. 5 Με την κριτική δεν προσβάλλεται η ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας, αφού έτσι ελέγχεται μόνον η ευθυκρισία των δικαστών που έλαβαν την κρινόμενη απόφαση. Συχνά ακούγονται κλαυθμοί και οδυρμοί για τη δήθεν πληττόμενη δικαστική ανεξαρτησία όταν αμφισβητείται δημοσίως η ορθότητα μιας δικαστικής απόφασης, ιδίως όταν έχει και πολιτικές συνέπειες. Οταν δεν γίνεται σκόπιμη απόπειρα ακύρωσης της δημόσιας κριτικής με αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης υπό το πρόσχημα της προστασίας της δικαστικής ανεξαρτησίας, μάλλον πρόκειται για εσφαλμένη αντίληψη των πραγμάτων. 6 Με αυτά τα δεδομένα, οι πρόσφατες αποφάσεις της Ολομέλειας του ΣτΕ για το πόθεν έσχες μπορεί και πρέπει να κρίνονται και ενδεχομένως να κατακρίνονται, εφόσον έτσι θεωρούν οι ασκούντες κριτική σε αυτές πολίτες. Το βάσιμον ή αβάσιμον και το καλόπιστον ή κακόπιστον αυτής της κριτικής αξιολογείται από τους πάντες και όχι μόνον από τους εκδόσαντες τις κρινόμενες αποφάσεις, οι οποίοι στη συγκεκριμένη περίπτωση, ως υποκείμενοι οι ίδιοι σε κριτική, δεν είναι και οι πλέον αντικειμενικοί κριτές των κριτών του εαυτού των.
7 Οι συγκεκριμένες αποφάσεις, καθ’ ο μέρος διέρρευσαν στα ΜΜΕ, περιέχουν και ορθές και εσφαλμένες κρίσεις. Ανεξαρτήτως αγαθών ή μη προθέσεων, προκαλούν σοβαρά προβλήματα στην κατοχύρωση της διαφάνειας σε ό,τι αφορά την προέλευση της περιουσίας των ασκούντων δημόσια εξουσία και λειτουργία. Δημιουργούν γκρίζες ζώνες στον έλεγχο πόθεν έσχες όλων των υπόχρεων με αδικαιολόγητες εξαιρέσεις σε σχέση με τη δήλωση προέλευσης μετρητών, πινάκων, τιμαλφών, περιεχομένων σε θυρίδες κ.ά., δηλαδή ακριβώς εκεί όπου ανθεί και καρποφορεί το βρόμικο χρήμα, ευδοκιμεί το έγκλημα και παραφυλάει η διαπλοκή. Αναζητούν νομιμοποιητικό έρεισμα στην προστασία της δικαστικής ανεξαρτησίας με μειωμένη αν όχι ελάχιστη πειστικότητα. Και αυτό γιατί στο σύνταγμα διασφαλίζεται η ανεξαρτησία των δικαστών μόνον κατά την άσκηση του δικαιοδοτικού έργου και όχι για όλες τις εκφάνσεις του δημόσιου και ιδιωτικού βίου των δικαστών. Εν ολίγοις, η απονομή δικαιοσύνης γίνεται αποκλειστικώς και μόνον από δικαστές, οι οποίοι κατά την άσκηση των δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων τους είναι ανεξάρτητοι. Οταν όμως πρόκειται για μη δικαστικά έργα, ουδείς ουσιαστικός λόγος αλλά και συνταγματικός περιορισμός επιβάλλει το εν λόγω έργο να ασκείται αποκλειστικώς και μόνον από δικαστές ή έστω κατά πλειοψηφία από δικαστές. Με αυτή την έννοια ο έλεγχος του πόθεν έσχες των δικαστών, που δεν συνιστά κατά περιεχόμενο δικαιοδοτικό έργο αλλά αποτελεί καθαρώς διοικητικό έλεγχο, δεν καλύπτεται από τις προστατευτικές της δικαστικής ανεξαρτησίας συνταγματικές διατάξεις, όπως ακριβώς συμβαίνει με τον φορολογικό έλεγχο των δικαστών ή με τον πολεοδομικό έλεγχο των ακινήτων δικαστών κ.λπ., οι οποίοι δεν ασκούνται από δικαστές αλλά από τα αρμόδια όργανα της δημόσιας διοίκησης.
Αλλωστε είναι κολοβός ο έλεγχος, που περιορίζεται σε αυτοέλεγχο, αφού δεν παρέχει εχέγγυα αμεροληψίας και ευχερώς αμφισβητείται η αντικειμενικότητά του. Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον αναμένεται η δημοσίευση των κειμένων των σχετικών αποφάσεων της Ολομέλειας του ΣτΕ, οπότε και θα καταστεί δυνατή η πλήρης αξιολόγηση της αιτιολογίας και συνακολούθως της ορθότητας ή μη αυτών. Μέχρι τότε η σχετική συζήτηση είναι αποσπασματική και ο αντίστοιχος δημόσιος διάλογος λειψός.

Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2017

Όχι άλλο θεατές

Όχι άλλο θεατές Δημοσίευση: 08 Δεκεμβρίου 2017 στην ΑΥΓΗ "Αυτό που βιώνουμε καθημερινά ως μέλη του κόμματος, από τότε που βρεθήκαμε στην κυβέρνηση, είναι εκείνο του θεατή του θεάματος της πολιτικής και όχι του ενεργού πολίτη μέλους του κόμματος που συμμετέχει στη διαμόρφωσή της" Του Άλκη Ρήγου
«Χωρίς κόμμα δεν μπορεί να υπάρξει ούτε κυβέρνηση, ούτε εναλλακτικό κυβερνητικό πρόγραμμα εξόδου από την πολύπλευρη κρίση...» (Από την απόφαση του 2ου Συνεδρίου μας) Κι, όμως, αυτό που βιώνουμε καθημερινά ως μέλη του κόμματος, από τότε που βρεθήκαμε στην κυβέρνηση, είναι εκείνο του θεατή του θεάματος της πολιτικής και όχι του ενεργού πολίτη μέλους του κόμματος που συμμετέχει στη διαμόρφωσή της. Με τις αποφάσεις του 2ου Συνεδρίου μας, φάνηκε ότι αυτή η παθογένεια συνειδητοποιήθηκε και αποφασίσαμε ότι πρέπει να ανατραπεί. Αυτό ήταν και το νόημα άλλωστε της αντίστοιχης ενότητας της Πολιτικής Απόφασης για «Κόμμα Ενεργών Πολιτών». Δυστυχώς, όχι μόνο τίποτε δεν έγινε προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά η υποκατάσταση του κόμματος από την κυβέρνηση και της κυβέρνησης από τον πρωθυπουργό για όλα τα θέματα, από τα πιο μικρά και καθημερινά μέχρι τα πιο σοβαρά και μεγάλα, συνεχίζεται και διευρύνεται. Τα συλλογικά όργανα του κόμματος και κυρίως το ανώτερο από αυτά, η Κ.Ε., υπολειτουργεί, ενώ οι αποφάσεις της σιωπηρά λησμονιούνται. Οι καταστατικές δεσμεύσεις για την τακτή της σύγκλησή της παραβιάζονται, ακόμη και προτάσεις και αποφάσεις οργανώσεων που απευθύνονται σ’ αυτή δεν φτάνουν καν στα μέλη της. Ο μόνος δίαυλος επικοινωνίας / ενημέρωσης απομένει η φιλότιμη προσπάθεια του γραφείου Τύπου να μας διανέμει τις κυβερνητικές αποφάσεις και οι προσκλήσεις για να παρευρεθούμε σε εκδηλώσεις που μιλά ο πρόεδρος. Σ’ αυτό το κλίμα κυβερνητισμού είναι σχεδόν φυσικό οι οργανώσεις να αντιλαμβάνονται την παρουσία τους, όχι ως το κόμμα στον χώρο τους και «αριστερή συνείδηση της κυβέρνησης», αλλά στην καλύτερη των περιπτώσεων, ως μηχανισμού προβολής κυβερνητικών στελεχών, σε εκδηλώσεις στην περιοχή τους, χωρίς λειτουργική συνέχεια στον ευρύτερο χώρο δράσης τους. Ενώ στο εσωτερικό τους αρχίζουν να εμφανίζονται φαινόμενα εξάντλησης της πολιτικής δράσης σε ιδιότυπες μορφές πελατειακών σχέσεων. Η απαρχή τέτοιου είδους φαινομένων εντείνεται και σε μερίδα των βουλευτών μας και κάποιων κυβερνητικών στελεχών, ενώ πολλαπλασιάζονται αδιαφανείς διαδικασίες επιλογής προσώπων, κάθε είδους συμβούλων και κυβερνητικών παρατρεχάμενων.
Οι επεξεργασίες του κόμματος σε μια σειρά τομείς του κυβερνητικού έργου υποκαθίστανται από μια θολή αντίληψη περί αποτελεσματικότητας, στην οποία κυριαρχεί με το αζημίωτο, ένα τμήμα της παραδοσιακής(;) γραφειοκρατίας των υπουργείων, ενώ η λειτουργική σχέση υπουργών με τα αντίστοιχα τμήματα του κόμματος και των βουλευτών, πολλές φορές είναι ανύπαρκτη. Νομοθετικές κυβερνητικές πρωτοβουλίες εμφανίζονται στη Βουλή χωρίς καμιά προηγούμενη διαβούλευση με τους βουλευτές και το κόμμα. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα ανθεί μια αυξανόμενη προσωποκεντρική παραγοντίστικη πρακτική, σε κοινοβουλευτικό και κυβερνητικό επίπεδο, που υποκαθιστά την έννοια της συλλογικής δράσης, αλλά και η ανυπαρξία σοβαρού αντιπολιτευτικού λόγου και μιας χαμηλότατου επιπέδου κοινοβουλευτικής αντιπαράθεση, στην οποία διολισθαίνουν και βουλευτές μας, με απολίτικες συμπεριφορές και εξάντληση του πολιτικού μας λόγου σε επικοινωνιακές εξυπνακίστικες ατάκες αντίστοιχου επιπέδου, ενώ οδηγούν δυστυχώς σε αντίστοιχου επιπέδου και κάποιες κυβερνητικές ανακοινώσεις. Φαινόμενο το οποίο εντείνει όχι μόνο την προπαγάνδα των αντιπάλων μας ότι τελικά «όλοι ίδιοι είναι», αλλά, ακόμη χειρότερα, την καλλιεργούμενη απαξίωση της πολιτικής ως ανοιχτής συλλογικής δράσης ενεργών πολιτών και όχι ως παίγνιο προσωπικού βολέματος επαγγελματιών της πολιτικής. Το γεγονός αυτό σε συνάρτηση με την από τις άλλες αριστερές δυνάμεις μηδενιστική κριτική, την εντεινόμενη αφερεγγυότητα των ανώτερων συνδικαλιστικών οργάνων, τον απολίτικο διαδικτυακό λόγο, τον διευρυνόμενο βρόμικο πόλεμο της πλειονότητας του Τύπου και της τηλεόρασης, θολώνει τελικά το αριστερό αποτύπωμα μιας σειράς σημαντικών κυβερνητικών πράξεων κοινωνικής ευαισθησίας και ταξικής μεροληψίας, εντείνει την απαξίωση κάθε συλλογικής δράσης, αφυδατώνει το αξιακό φορτίο της δημοκρατίας, επιτρέπει την εξάπλωση ρατσιστικών και φασιστικών εθνικιστικών προταγμάτων και τελικά απομακρύνει από την πολιτική όχι μόνο νέους συμπολίτες αλλά και ενεργούς μέχρι χθες συντρόφους μας. Από την άλλη, παρουσιάζεται μια τάση η οποία θεωρεί πως η όποια δημόσια κριτική υπεράσπισης και εμπλουτισμού των θέσεών μας απέναντι σε κυβερνητικές πράξεις που τις παρακάμπτουν ή τις αντιβαίνουν μπορεί να βλάψει την κυβέρνηση της Αριστεράς ή να δώσει επιχειρήματα στην αντιπολίτευση και γι’ αυτό σιωπούν και απέχουν. Ή, ακόμη χειρότερα, οδηγεί ορισμένους να εγκολπώνονται τις υπουργικές προτάσεις ή παραλείψεις ως προτάγματα δημοκρατίας και να υπερασπίζονται άκριτα κάθε κυβερνητική πράξη ακόμη κι αν βρίσκεται σε αντίθεση με τις επεξεργασίες μας.
Την ίδια ώρα, η καθημερινή κριτική προσπάθεια της «Αυγής» και του ρ/σ Στο Κόκκινο να ορθοποδήσουν μέσα από ένα ορθολογικό και σε βάθος χρόνου στρατηγικό σχέδιο αναδιάρθρωσης και αντιμετώπισης των οξυμένων προβλημάτων των εργαζομένων τους, παραπέμπεται παρά τις δεσμευτικές εξαγγελίες, στον αυτόματο πιλότο του συρσίματος στις κομματικές καλένδες. Τίποτε πιο λανθασμένο και επικίνδυνο από τέτοιες λογικές στον διαρκή πόλεμο θέσεων που διεξάγουμε για την εδραίωση ενός ανοιχτού αριστερού αποτυπώματος και μάλιστα σε μια περίοδο που όλα δείχνουν ότι υπερβαίνουμε θετικά το στοίχημα να βγάλουμε τη χώρα από την επιτροπεία, με την κοινωνία όρθια, στην πορεία μιας ανθρωποκεντρικής και οικολογικά ευαίσθητης ανάπτυξης. Έναν πόλεμο που, αν θέλουμε να οδηγήσει στην ηγεμονία του χώρου της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς, οφείλουμε να ξαναβρούμε τη χαμένη αγωνιστικότητα και κριτική μας ριζοσπαστικότητα μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Να κατανοήσουμε ότι μια αριστερή συλλογικότητα δεν μπορεί να αντέξει στον χρόνο αν η ιδεολογικοπολιτική της ταυτότητα δεν είναι θεμελιωμένη στην ιστορικότητα από την οποία προέρχεται και ταυτόχρονα συναποτελείται από ενεργούς και κριτικούς πολίτες ανοιχτούς στις αντιφάσεις του σήμερα, τοπικές και διεθνικές. Ότι μόνο αν σκεφτόμαστε το ανέφικτο, θα βρίσκουμε μέσα στη συλλογική δράση το μέτρο όσων πρέπει να αλλάξουμε, χωρίς να θεωρούμε κάποια θέματα ως δευτερεύοντα και μικρά απέναντι στον βασικό μας στόχο της πορείας για κοινωνικό μετασχηματισμό με δημοκρατία και ελευθερία.
Άλλωστε, μέσα από μικρές και μεγαλύτερες ρήξεις προχωρούν οι κοινωνίες, λαμβάνοντας προφανώς υπ’ όψιν τους συσχετισμούς κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, καθώς και τις παραδοσιακές κυρίαρχες αντιλήψεις, όχι για να υποταχθούμε σ’ αυτές, αλλά για να τις ανατρέψουμε μέσα από δημοκρατικό διάλογο και αγώνες στους κοινωνικούς και πολιτισμικούς αρμούς της κοινωνίας. Αυτά όμως απαιτούν, επί ποινή ακύρωσης της ύπαρξής μας, αριστερούς πολίτες και όχι άλλο απλούς θεατές!