Ο ΘΥΜΟΣ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ.
ΞΎΠΝΗΣΑΝ νωρίς χορτάτοι από νιάτα και αγάπη. Η Χαμίγια η γλυκιά κοντούλα λογίστρια με τα εκφραστικά μάτια από το Αιγαίο και ο Νίφρας, το παλικάρι της 3 χρόνια τώρα Κούρδος μηχανοδηγός σε μεγάλη τεχνική υπηρεσία σε ταξίδι αναψυχής σε παραλία του δυτικού Πουκέ στην Ταϊλάνδη. Τον παρέσυρε για ένα πρωινό περίπατο στην παραλία με τα φοινικόδενδρα. Φορούσε καυτό σόρτς και ένα ελαφρύ βαμβακερό μαύρο κορμάκι πάνω από το άρωμά της. Πριν τις 8 το πρωί βάδιζαν χέρι-χέρι σαν τα πιτσουνάκια, βέβαια είχε φροντίσει το γκριζοκόκκινο παρεώ της να μοιάζει με μπούργκα που δυσκόλευε τα βήματά τους και τον έφερναν μαγνητισμένο στο προαιώνιο παιγνίδι πιο πολύ κοντά της, Το φως του πρωινού φάνηκε να ελαττώνεται κοίταξαν μαζί προς στη θάλασσα ενώ βάδιζαν στο μέσα πεζοδρόμιο και είδαν έκπληκτοι τα νερά να υποχωρούν, η χρυσή άμμος λαμπίριζε σε λίγο οι βάρκες έγερναν νωχελικά στα αβαθή. Ο Νίφρας είδε πρώτος το αφρισμένο πέλαγο και της έπιασε πιο γερά το χέρι, μια βουή κινδύνου κατέλαβε τα αυτιά τους. Έκανε να τρέξει το πανωφόρι την δυσκόλευε τρομερά, παιδιά δίπλα τους έπαιζαν αμέριμνα, περνούσαν ακόμα στο δρόμο αμάξια της δεκαετίας του 80 και ποδοκίνητα ταξί αυτά που όλοι οι τουρίστες ξέρουν στην Ινδοκίνα..
Η ανεμελιά και η σχόλη έγινε άγχος επιβίωσης και κολοπυλάλα. Ο Νίφρας με την φωνάρα του ταρακούνησε πολλούς “go away, go away”, ήδη οι ανέμελοι περιπατητές έβλεπαν τον κίνδυνο και έτρεχαν σαν ζουλάπια[1] προς όλες τις κατευθύνσεις ακόμα και προς την θάλασσα. Εκεί ένα βίαιο χτύπημα τους χώρισε και μετα η Χαμίγια βρέθηκε στο νερό, μουλιασμένη και ακίνητη. Έσφιξε τα χείλη της το χέρι ήταν άδειο, που είναι ο Νίφρας; Το ρούχο κολλημένο πάνω της και ένα βάρος ναι ένα Opel Kadett ολόκληρο από πάνω της την ακινητοποιούσε εκεί που πριν ήταν αλέα με πράσινο και φοινικιές δίπλα στο δρόμο. Ανασαίνω στο νερό ή πεθαίνω ήταν η τελευταία της σκέψη αυτού του όμορφου κοριτσιού, που αν την έβλεπαν με το σορτς και το κορμάκι θα αναστέναζε όλος ο αντρικός ντουνιάς από λιγωμάρα. Πέταξε το ισλαμικό επανωφόρι από πάνω της και άρχισε να κουνά γοφούς και ώμους για να απελευθερωθεί από το βάρος του αυτοκινήτου και να βγει 2 μέτρα πάνω να ανασάνει,. Ένα δυνατό κάψιμο σαν μόνιμος πόνος στο δεξί ημιθωράκιο και ξαφνικά εκεί κάτω από το νερό σκοτάδι.
Κάτι την τράβηξε και ανάσανε, γλυκιά μελωδία η φωνή του Νίφρα την βρήκε και βαστούσε πάλι γερά το χέρι της απελευθερώνοντάς την από το αυτοκίνητο που την καθήλωνε. Δεν μπορούσε να περπατήσει την πήρε στα χέρια του, δεν μπορούσε να δει τίποτα αργότερα στο νοσοκομείο της είπαν για παροδική τύφλωση και οίδημα της ωχράς[2] μαζί με μικρές διάστικτες αιμορραγίες αμφιβληστροειδούς.
Ένοιωσε για λίγο παρατημένη μετά στο σκοτάδι της, της εξήγησε ο ήρωάς της ότι την ξάπλωσε σε κρεβάτι του πρώτου ορόφου ξενοδοχείου από μπετό που βρέθηκε στο δρόμο τους, έτρεξε και βοήθησε γύρω και άλλους χριστιανούς και μουσουλμάνους. Εκεί ασφαλείς τους βρήκε τα επόμενα δευτερόλεπτα το δεύτερο κύμα από το τσουνάμι. Παρόλη την φρίκη του θανάτου που παρέλαυνε γύρω της, τους αφόρητους πόνους στην σταθερή πιά τάβλα από τα σπασμένα πλευρά μιά σκέψη φούντωνε μέσα της, του ανήκαν τα νιάτα της και όλη η βρεγμένη της καρδιά.. Θα την ήθελε ο Νίφρας έτσι τυφλή μετά το crash syndrome[3] που την ακούμπησε τόσο αναπάντεχα,; Δεν την άφησε καθόλου να βάλει κακές σκέψεις στο Νοσοκομείο της Μπανγκόκ που στάθηκε δίπλα της αυτός και ο πρόξενος, τα μάτια επανήλθαν μέσα σε 15 ημέρες, οι πόνοι γιατρεύτηκαν, ο θυμός του ωκεανού υπήρξε επιεικής σε μια μεγάλη αγάπη.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ 9-5-06
[1] Ζώα σε κοπάδι
[2] μικρή περιοχή στο βυθό του ματιού μας με πολύ μεγάλη αξία λειτουργική ,υπεύθυνη για την κεντρική μας όραση.
[3] Συνθλιπτική συνδρομή
ΞΎΠΝΗΣΑΝ νωρίς χορτάτοι από νιάτα και αγάπη. Η Χαμίγια η γλυκιά κοντούλα λογίστρια με τα εκφραστικά μάτια από το Αιγαίο και ο Νίφρας, το παλικάρι της 3 χρόνια τώρα Κούρδος μηχανοδηγός σε μεγάλη τεχνική υπηρεσία σε ταξίδι αναψυχής σε παραλία του δυτικού Πουκέ στην Ταϊλάνδη. Τον παρέσυρε για ένα πρωινό περίπατο στην παραλία με τα φοινικόδενδρα. Φορούσε καυτό σόρτς και ένα ελαφρύ βαμβακερό μαύρο κορμάκι πάνω από το άρωμά της. Πριν τις 8 το πρωί βάδιζαν χέρι-χέρι σαν τα πιτσουνάκια, βέβαια είχε φροντίσει το γκριζοκόκκινο παρεώ της να μοιάζει με μπούργκα που δυσκόλευε τα βήματά τους και τον έφερναν μαγνητισμένο στο προαιώνιο παιγνίδι πιο πολύ κοντά της, Το φως του πρωινού φάνηκε να ελαττώνεται κοίταξαν μαζί προς στη θάλασσα ενώ βάδιζαν στο μέσα πεζοδρόμιο και είδαν έκπληκτοι τα νερά να υποχωρούν, η χρυσή άμμος λαμπίριζε σε λίγο οι βάρκες έγερναν νωχελικά στα αβαθή. Ο Νίφρας είδε πρώτος το αφρισμένο πέλαγο και της έπιασε πιο γερά το χέρι, μια βουή κινδύνου κατέλαβε τα αυτιά τους. Έκανε να τρέξει το πανωφόρι την δυσκόλευε τρομερά, παιδιά δίπλα τους έπαιζαν αμέριμνα, περνούσαν ακόμα στο δρόμο αμάξια της δεκαετίας του 80 και ποδοκίνητα ταξί αυτά που όλοι οι τουρίστες ξέρουν στην Ινδοκίνα..
Η ανεμελιά και η σχόλη έγινε άγχος επιβίωσης και κολοπυλάλα. Ο Νίφρας με την φωνάρα του ταρακούνησε πολλούς “go away, go away”, ήδη οι ανέμελοι περιπατητές έβλεπαν τον κίνδυνο και έτρεχαν σαν ζουλάπια[1] προς όλες τις κατευθύνσεις ακόμα και προς την θάλασσα. Εκεί ένα βίαιο χτύπημα τους χώρισε και μετα η Χαμίγια βρέθηκε στο νερό, μουλιασμένη και ακίνητη. Έσφιξε τα χείλη της το χέρι ήταν άδειο, που είναι ο Νίφρας; Το ρούχο κολλημένο πάνω της και ένα βάρος ναι ένα Opel Kadett ολόκληρο από πάνω της την ακινητοποιούσε εκεί που πριν ήταν αλέα με πράσινο και φοινικιές δίπλα στο δρόμο. Ανασαίνω στο νερό ή πεθαίνω ήταν η τελευταία της σκέψη αυτού του όμορφου κοριτσιού, που αν την έβλεπαν με το σορτς και το κορμάκι θα αναστέναζε όλος ο αντρικός ντουνιάς από λιγωμάρα. Πέταξε το ισλαμικό επανωφόρι από πάνω της και άρχισε να κουνά γοφούς και ώμους για να απελευθερωθεί από το βάρος του αυτοκινήτου και να βγει 2 μέτρα πάνω να ανασάνει,. Ένα δυνατό κάψιμο σαν μόνιμος πόνος στο δεξί ημιθωράκιο και ξαφνικά εκεί κάτω από το νερό σκοτάδι.
Κάτι την τράβηξε και ανάσανε, γλυκιά μελωδία η φωνή του Νίφρα την βρήκε και βαστούσε πάλι γερά το χέρι της απελευθερώνοντάς την από το αυτοκίνητο που την καθήλωνε. Δεν μπορούσε να περπατήσει την πήρε στα χέρια του, δεν μπορούσε να δει τίποτα αργότερα στο νοσοκομείο της είπαν για παροδική τύφλωση και οίδημα της ωχράς[2] μαζί με μικρές διάστικτες αιμορραγίες αμφιβληστροειδούς.
Ένοιωσε για λίγο παρατημένη μετά στο σκοτάδι της, της εξήγησε ο ήρωάς της ότι την ξάπλωσε σε κρεβάτι του πρώτου ορόφου ξενοδοχείου από μπετό που βρέθηκε στο δρόμο τους, έτρεξε και βοήθησε γύρω και άλλους χριστιανούς και μουσουλμάνους. Εκεί ασφαλείς τους βρήκε τα επόμενα δευτερόλεπτα το δεύτερο κύμα από το τσουνάμι. Παρόλη την φρίκη του θανάτου που παρέλαυνε γύρω της, τους αφόρητους πόνους στην σταθερή πιά τάβλα από τα σπασμένα πλευρά μιά σκέψη φούντωνε μέσα της, του ανήκαν τα νιάτα της και όλη η βρεγμένη της καρδιά.. Θα την ήθελε ο Νίφρας έτσι τυφλή μετά το crash syndrome[3] που την ακούμπησε τόσο αναπάντεχα,; Δεν την άφησε καθόλου να βάλει κακές σκέψεις στο Νοσοκομείο της Μπανγκόκ που στάθηκε δίπλα της αυτός και ο πρόξενος, τα μάτια επανήλθαν μέσα σε 15 ημέρες, οι πόνοι γιατρεύτηκαν, ο θυμός του ωκεανού υπήρξε επιεικής σε μια μεγάλη αγάπη.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ 9-5-06
[1] Ζώα σε κοπάδι
[2] μικρή περιοχή στο βυθό του ματιού μας με πολύ μεγάλη αξία λειτουργική ,υπεύθυνη για την κεντρική μας όραση.
[3] Συνθλιπτική συνδρομή
καλό ,μα πολύ καλό
ΑπάντησηΔιαγραφήκι αυτό πολύ καλό!
ΑπάντησηΔιαγραφή