Αγαθοδαίμων |
ΕΝΑ ΑΛΛΙΩΤΙΚΟ ΦΑΚΕΛΑΚΙ
Η μαυροντυμένη απόμακρη υπάλληλος του Υπουργείου Υγείας, τον κοίταξε ενώ τούδινε το διορισμό για το αγροτικό ιατρείο και του σφύριξε με νόημα:
----Φυσικά θα ξέρετε ότι πάτε στο πιό χασισοπαραγωγό χωριό της χώρας γιατρέ μου…
Έμεινε να την κοιτάει αμήχανα, προδίδοντας την άγνοιά του. Ακουγόταν από τις εφημερίδες η Ελασσόνα, ο Πύργος, το Αγρίνιο, η Καλαμάτα και η Φλώρινα αλλά αυτό όχι δεν είχε καταγραφεί ποτέ στις μνήμες του. Τα μόρια προϋπηρεσίας για κεί φτάνανε κάπου 400 χιλιόμετρα από το κλεινόν άστυ και την οικογένειά του εκείνη την εποχή. Νέες φουρτούνες έβαλε με το μυαλό του με μύση και δηλητηρίαση από δρόγες ουσίες, τι φτιάχνει ο άνθρωπος να ξεφύγει από την πραγματικότητα.
Τω όντι , όταν έφτασε στα όμορφα χωριά της ανατολικής Θεσσαλίας βρήκε άσφαλτο, βρήκε βενζινάδικα βρήκε και φαρμακείο είδη σπάνια γιατί κατέβαινε από τον ορεινό όγκο της Πίνδου που τόσο του είχαν λείψει. Βρήκε και μια παράξενη κατάσταση να φεύγουν κοντέινερ με το προϊόν για Γερμανία και Ολλανδία, η φούντα είχε μπεί στη ζωή των κατοίκων με την υψηλή προστασία όλων των τοπικών αρχών και το χρησιμοποιούσαν με τον καπνό τους για να στρίβουν τσιγάρο παρέα με τσίπουρο, υπήρχε ένα κύκλωμα καλλιέργειας και διακίνησης που ένας γιατρός πολύ λίγο μπορούσε να παρέμβει. Οι απλοϊκοί χωρικοί το είχαν δεί πέρα από ιδεολογήματα περί «μαλακών» ναρκωτικών σαν ένα παραπάνω έσοδο, σαν τα νοικιαζόμενα δωμάτια στη παραλία, τα κάστανα, τα κεράσια και τα μεροκάματα για συγκομιδή μήλων στα διπλανά χωριά. Κάποιοι κάναν εμπόριο και προστάτευαν το κύκλωμα πωλήσεων τους στις μεγάλες πόλεις, κάποιοι έκλειναν το δρόμο συλλαμβάνοντας τους ατίθασους εκτός κυκλώματος, ελάχιστοι πλούτιζαν απλά καταπολεμιόταν η τοπική ανεργία και τα στόματα έμεναν σφαλιστά. Που και που καμιά μαύρη μερσεντές εμφανιζόταν στον πάνω δρόμο του Αη Γιάννη από φημισμένους σταρ της νυχτερινής ζωής των Αθηνών για να προμηθευτούν τα ....ντόπια προϊόντα από την παραγωγή στη κατανάλωση, το σούσουρο στο χωριό των 3500 κατοίκων ήταν τότε θέμα συζήτησης.
Σε αυτό τον ορεινό λοιπόν χωματόδρομο του Αη Γιαννιού ήταν και το φτωχικό σπιτάκι του κυρ Παντελή, ηλικιωμένος σκληροτράχηλος άνθρωπος. Τον είχε κουράρει υποβοηθητικά με άλλους ειδικούς γιατρούς της Λάρισας, τον είχε απαλλάξει από το συνεχές ξεζούμισμα για άχρηστα σπινθηρογραφήματα. Που ακούστηκε 3 τέτοια σε 4 μήνες χωρίς χημειοθεραπεία απλώς να βλέπουμε την εξέλιξη της επαράτου νόσου στα οστά;; (άντε και την είδαμε μετά τι κάνουμε;) Το γέρικο σκαρί του κυρ Παντελή ένοιωθε ότι δεν βούλωνε καμιά τρύπα της ζωής του πονούσε φοβερά ,το άτιμο το περιόστεο κάνει κάτι πόνους. Συζήτησαν με τον αγροτικό το πρόβλημα και τότε πριν 22 χρόνια είχε κυκλοφορήσει ένα ζόρικο φάρμακο που ξανάχτιζε με ασβέστη τα οστά εκεί που θέριευε το χτικιό του καρκίνου, η καλσιτονίνη, φημιζόταν ότι παίρνει και τους πόνους. Παρηγορική θεραπεία εκεί που δεν πιάνει φάρμακο ριζικό. Ο αγώνας να ζεί κανείς ή να μην ζεί του μελαγχολικού Αμλετ δεν είχε άλλη απάντηση από το μικρό γιατρό να ζεί και να ζεί με ποιότητα ζωής. Τα υπόλοιπα περί ευθανασίας είναι ξερόκλαδα άγνοιας και ασφαλιστικής ανημποριάς.
Σε ένα χωριό που η χρυσομυκίνη ήταν στην καθημερινή αντιμετώπιση των λοιμώξεων, και η στρεπτομυκίνη ακόμα κούφαινε με την υπερδοσολογία της, η χρήση ενός καινούργιου πρωτοποριακού φαρμάκου ήταν σίγουρα αποκοτιά, σε μια καχύποπτη και τόσο ελεγχόμενη κλειστή κοινωνία. Η ματιά του κυρ Παντελή πρόδιδε εμπιστοσύνη και αποτελέσματα ανά 20 ήμερο την μέρα της ένεσης, μπορούσε και κινιόταν άνετα στο φτωχικό του περίγυρο εκεί που ήταν ο γκρινιάρης τύραννος της γριάς του. Χαράς ευαγγέλια και για τη φαρμακοποιό του χωριού που είχε βρει ακριβό φάρμακο να πουλήσει. Σε ένα κλειστό χώρο όπως ένα ολόκληρο ένοχο χωριό που κρύβει μυστικά από τους ξένους θαυματοποιούς ήταν σαν διαβατήριο περάσματος σαν αποδοχή και εμπιστοσύνη. Η ατίθαση Γιαμάχα του γιατρού έβλεπες με έκπληξη να περιδιαβαίνει ελεύθερη τους δασικούς δρόμους του χωριού με τις υπέροχες οξυές και τις καλλιέργειες του φυτού με το φυλλαράκι σαν μούντζα ορθάνοιχτη. Οι θηροφύλακες με τις καραμπίνες Ιούνη μήνα καμώνονταν τους κυνηγούς, μα μόνο τέτοιοι δεν ήταν δίπλα στα ποτιστικά χωράφια της πλαγιάς.......
Η μαυροντυμένη απόμακρη υπάλληλος του Υπουργείου Υγείας, τον κοίταξε ενώ τούδινε το διορισμό για το αγροτικό ιατρείο και του σφύριξε με νόημα:
----Φυσικά θα ξέρετε ότι πάτε στο πιό χασισοπαραγωγό χωριό της χώρας γιατρέ μου…
Έμεινε να την κοιτάει αμήχανα, προδίδοντας την άγνοιά του. Ακουγόταν από τις εφημερίδες η Ελασσόνα, ο Πύργος, το Αγρίνιο, η Καλαμάτα και η Φλώρινα αλλά αυτό όχι δεν είχε καταγραφεί ποτέ στις μνήμες του. Τα μόρια προϋπηρεσίας για κεί φτάνανε κάπου 400 χιλιόμετρα από το κλεινόν άστυ και την οικογένειά του εκείνη την εποχή. Νέες φουρτούνες έβαλε με το μυαλό του με μύση και δηλητηρίαση από δρόγες ουσίες, τι φτιάχνει ο άνθρωπος να ξεφύγει από την πραγματικότητα.
Τω όντι , όταν έφτασε στα όμορφα χωριά της ανατολικής Θεσσαλίας βρήκε άσφαλτο, βρήκε βενζινάδικα βρήκε και φαρμακείο είδη σπάνια γιατί κατέβαινε από τον ορεινό όγκο της Πίνδου που τόσο του είχαν λείψει. Βρήκε και μια παράξενη κατάσταση να φεύγουν κοντέινερ με το προϊόν για Γερμανία και Ολλανδία, η φούντα είχε μπεί στη ζωή των κατοίκων με την υψηλή προστασία όλων των τοπικών αρχών και το χρησιμοποιούσαν με τον καπνό τους για να στρίβουν τσιγάρο παρέα με τσίπουρο, υπήρχε ένα κύκλωμα καλλιέργειας και διακίνησης που ένας γιατρός πολύ λίγο μπορούσε να παρέμβει. Οι απλοϊκοί χωρικοί το είχαν δεί πέρα από ιδεολογήματα περί «μαλακών» ναρκωτικών σαν ένα παραπάνω έσοδο, σαν τα νοικιαζόμενα δωμάτια στη παραλία, τα κάστανα, τα κεράσια και τα μεροκάματα για συγκομιδή μήλων στα διπλανά χωριά. Κάποιοι κάναν εμπόριο και προστάτευαν το κύκλωμα πωλήσεων τους στις μεγάλες πόλεις, κάποιοι έκλειναν το δρόμο συλλαμβάνοντας τους ατίθασους εκτός κυκλώματος, ελάχιστοι πλούτιζαν απλά καταπολεμιόταν η τοπική ανεργία και τα στόματα έμεναν σφαλιστά. Που και που καμιά μαύρη μερσεντές εμφανιζόταν στον πάνω δρόμο του Αη Γιάννη από φημισμένους σταρ της νυχτερινής ζωής των Αθηνών για να προμηθευτούν τα ....ντόπια προϊόντα από την παραγωγή στη κατανάλωση, το σούσουρο στο χωριό των 3500 κατοίκων ήταν τότε θέμα συζήτησης.
Σε αυτό τον ορεινό λοιπόν χωματόδρομο του Αη Γιαννιού ήταν και το φτωχικό σπιτάκι του κυρ Παντελή, ηλικιωμένος σκληροτράχηλος άνθρωπος. Τον είχε κουράρει υποβοηθητικά με άλλους ειδικούς γιατρούς της Λάρισας, τον είχε απαλλάξει από το συνεχές ξεζούμισμα για άχρηστα σπινθηρογραφήματα. Που ακούστηκε 3 τέτοια σε 4 μήνες χωρίς χημειοθεραπεία απλώς να βλέπουμε την εξέλιξη της επαράτου νόσου στα οστά;; (άντε και την είδαμε μετά τι κάνουμε;) Το γέρικο σκαρί του κυρ Παντελή ένοιωθε ότι δεν βούλωνε καμιά τρύπα της ζωής του πονούσε φοβερά ,το άτιμο το περιόστεο κάνει κάτι πόνους. Συζήτησαν με τον αγροτικό το πρόβλημα και τότε πριν 22 χρόνια είχε κυκλοφορήσει ένα ζόρικο φάρμακο που ξανάχτιζε με ασβέστη τα οστά εκεί που θέριευε το χτικιό του καρκίνου, η καλσιτονίνη, φημιζόταν ότι παίρνει και τους πόνους. Παρηγορική θεραπεία εκεί που δεν πιάνει φάρμακο ριζικό. Ο αγώνας να ζεί κανείς ή να μην ζεί του μελαγχολικού Αμλετ δεν είχε άλλη απάντηση από το μικρό γιατρό να ζεί και να ζεί με ποιότητα ζωής. Τα υπόλοιπα περί ευθανασίας είναι ξερόκλαδα άγνοιας και ασφαλιστικής ανημποριάς.
Σε ένα χωριό που η χρυσομυκίνη ήταν στην καθημερινή αντιμετώπιση των λοιμώξεων, και η στρεπτομυκίνη ακόμα κούφαινε με την υπερδοσολογία της, η χρήση ενός καινούργιου πρωτοποριακού φαρμάκου ήταν σίγουρα αποκοτιά, σε μια καχύποπτη και τόσο ελεγχόμενη κλειστή κοινωνία. Η ματιά του κυρ Παντελή πρόδιδε εμπιστοσύνη και αποτελέσματα ανά 20 ήμερο την μέρα της ένεσης, μπορούσε και κινιόταν άνετα στο φτωχικό του περίγυρο εκεί που ήταν ο γκρινιάρης τύραννος της γριάς του. Χαράς ευαγγέλια και για τη φαρμακοποιό του χωριού που είχε βρει ακριβό φάρμακο να πουλήσει. Σε ένα κλειστό χώρο όπως ένα ολόκληρο ένοχο χωριό που κρύβει μυστικά από τους ξένους θαυματοποιούς ήταν σαν διαβατήριο περάσματος σαν αποδοχή και εμπιστοσύνη. Η ατίθαση Γιαμάχα του γιατρού έβλεπες με έκπληξη να περιδιαβαίνει ελεύθερη τους δασικούς δρόμους του χωριού με τις υπέροχες οξυές και τις καλλιέργειες του φυτού με το φυλλαράκι σαν μούντζα ορθάνοιχτη. Οι θηροφύλακες με τις καραμπίνες Ιούνη μήνα καμώνονταν τους κυνηγούς, μα μόνο τέτοιοι δεν ήταν δίπλα στα ποτιστικά χωράφια της πλαγιάς.......
Αγιος Θεόδωρος ,ο Ελληνας προστάτης της Βενετίας |
Οι πόνοι του κυρ Παντελή είχαν διαβεί ,τον καθετήρα τον είχε συνηθίσει απλώς τον άλλαζε σε τακτά διαστήματα και με αντίδωρο φυσικά ένα αδυσώπητο ανήφορο γιατί η ορθοπλαγιά να φτάσεις στο πάνω δρόμο ήταν 90% 300 μέτρα και για τον νεαρό γιατρό ήταν το σωματικό ιδρωτάρι παράλληλο με την αγωνία κάθε φορά τι καινούργιο θα αντάμωνε στον άρρωστό του. Ο κυρ Παντελής τον περίμενε τώρα πιά στην φρεσκοασπρισμένη αυλή του με τις τεράστιες ορτανσίες και τους καρδινάλιους, όλα προσεγμένα από τα χεράκια του. Κάπου διασκέδαζε το καρδιοχτύπι του νεαρού γιατρού αλλά το χαμόγελο υποδοχής σε αυτό τον κατά γενική ομολογία δύστροπο άνθρωπο σίγουρα ήταν καλό σημάδι. . Οταν ζόρισε η τοποθέτηση του απλού τύπου καθετήρα περάσαμε στο προχωρημένο τύπο που είχε προβλέψει να προμηθευτεί για τον ασθενή του, το νοσοκομείο δεν είχε άλλη βοήθεια να προσφέρει και ο κυρ Παντελής διασκέδαζε την πίκρα του κάνοντας σχόλια για την επιδεξιότητα των χεριών του γιατρού και τη «φουρκέτα» που στήριζε τον καθετήρα πάνω στη «δύναμή του» .
Τούτο το αλισβερίσι της ζωής κράτησε 11 μήνες ο κυρ Παντελής όταν συναισθάνθηκε το τέλος έβαλε τη γριά να φωνάξει το γιατρό «γιατί ήθελε να του μιλήσει». Κουβέντα ούτε για καθετήρα ούτε για πόνους ωχ την ανηφόρα μου σκέφτηκε αλλά δεν μπορούσε να αρνηθεί σε αυτόν τον επιβλητικό άνθρωπο την προσοχή του.
Έφτασε στη λουλουδιασμένη αυλή σούρουπο κάποιου Σεπτέμβρη και βρήκε τον κυρ Παντελή στο κρεβάτι του σχεδόν αποκαμωμένο. Η φωνή του είχε βαρύνει είχε γίνει ασταθής και αργόσυρτη. Δυσπνοούσε. Έγνεψε του γιατρού να αφήσει την τσάντα με τα βρογχοδιασταλτικά για να του μιλήσει¨
----Αγόρι μου εγώ παιδί δεν είχα, τρείς κόρες απέκτησα τις καλοπάντρεψα και μου στάθηκαν στη ζωή, όμως με σένα έτσι όπως μου στάθηκες το τελευταίο καιρό μου στάθηκες σαν γιος σε αυτή τη δύσκολη ώρα. Ξέρεις αγόρι μου έχω ζήσει τα δύσκολα χρόνια του ελληνοιταλικού πολέμου. Πολέμησα νεαρός και πήρα ψυχές από πολλούς σε κείνη τη μπαμπέσικη κατάσταση. Τα βόλια με φύλαξαν γύρισα πίσω έχοντας κάνει το καθήκον μου στη πατρίδα, το χωριό και κατά πως η κούτρα μου όριζε. Έγινα αξιωματικός στο πεδίο της μάχης, και άρχισε να αραδιάζει νούμερα βουνοκορφών που κατέλαβε με τα γιουρούσια του και τα «αέρα». Μέχρι που σταμάτησε ένα βόλι στο μηρό και το έριξα να μελετάω τα χαλασμένα όπλα. Έγινα οπλουργός σαΐνι να λύνω και να δένω τη σκανδάλη ώστε να μην στομώνει στα δύσκολα της μάχης. Τρία αυτόματα γύρισα πίσω μετά τον εμφύλιο σπαραγμό, κανείς δεν μου χάλαγε χατήρι. Ε ρε κυνήγια πούκανα με δαύτα στο βουνό τα επόμενα χρόνια! Μου τάφαγαν οι δασοφύλακες ,κατάσχεση λέει τα χρόνια που ήλθαν, κελαηδούσαν τα διαόλια βλέπεις και όταν έβγαινα για κυνήγι σηκωνότανε μπουχός.
----Κράτησα ένα φυλαχτό όμως και τώρα στο παραδίδω να το προσέχεις, είναι το περίστροφό που είχα στη ζώνη μου τότε στην Αλβανία, ένα επτάσφαιρο 38άρι, καλολαδωμένο με τη θήκη και τη ζώνη του. Το παραδίνω σε σένα όπως θα το έδινα στο γιό μου μια τέτοια ώρα ,γιατί σαν τέτοιος μου στάθηκες. Μην μου στραβομουτσουνιάζεις να το προσέχεις , από τον κυρ Παντελή θα λές, αχρείαστο νάναι
Το πηγάδι της Ζωής |
Ποτέ μη λες ποτέ.! Ο κυρ Παντελής έφυγε ήσυχος σε δύο μέρες
ΔΙΟΝΥΣΟΣ 29-5-2007