Newsletter , about physician without therapy and some others. Politics, science , human rights.Earth, Society, Travel.
Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2024
Umberto Eco: Αιώνιος Φασισμός (Ur-Fascism)
Δοκίμιο που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό The New York Review of Books (22 Ιουνίου 1995, Vol 42, Num. 11 διαθέσιμο). Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας. (Ο όρος Ur–Fascism αποδίδεται τόσο ως πρωτοφασισμός όσο και αιώνιος φασισμός, η επιλογή της δεύτερης απόδοσης έγινε για να δοθεί έμφαση στην διαχρονική παρουσία διαφόρων μορφών του φασισμού στην ανθρώπινη κοινωνία. Στο κείμενο έχει παραληφθεί το ποίημα του Franco Fortini με το οποίο κλείνει το πρωτότυπο)
Το 1942, σε ηλικία δέκα ετών, έλαβα το Πρώτο Περιφερειακό Βραβείο των Ludi Juveniles (μια εθελοντική/υποχρεωτική οργάνωση για νέους Ιταλούς φασίστες – που σημαίνει για κάθε νέο Ιταλό. Ανέπτυξα με την ρητορική δεξιότητα το θέμα «Πρέπει να πεθάνουμε για το Mussolini και το αιώνιο πεπρωμένο της Ιταλίας;». Η απάντησή μου ήταν θετική. Ήμουν έξυπνο παιδί.
Πέρασα δύο από τα πρώτα μου χρόνια ανάμεσα σε SS, φασίστες, δημοκράτες και παρτιζάνους που πυροβολούσαν ο ένας τον άλλο, και έμαθα πως να αποφεύγω τις σφαίρες. Ήταν καλή άσκηση.
Τον Απρίλιο του 1945, οι παρτιζάνοι μπήκαν στο Μιλάνο. Δύο μέρες αργότερα έφτασαν και στη μικρή πόλη που ζούσα και εγώ τότε. Ήταν μια στιγμή χαράς. Η κεντρική πλατεία ήταν γεμάτη με ανθρώπους που τραγουδούσαν και ανέμιζαν σημαίες, φωνάζοντας δυνατά για τον Mimo, τον παρτιζάνο αρχηγό στην περιοχή. Πρώην maresciallo των Καραμπινιέρων, ο Mimo είχε ενταχθεί στις δυνάμεις του στρατηγού Badoglio, του διαδόχου του Mussolini, και είχε χάσει ένα πόδι σε μια από τις πρώτες συγκρούσεις με τις εναπομείνασες δυνάμεις του Mussolini. Ο Mimo εμφανίστηκε στο μπαλκόνι του δημαρχείου, χλωμός, στηριζόμενος στο δεκανίκι του, και με το ένα χέρι προσπάθησε να ηρεμήσει το πλήθος. Περίμενα τα λόγια του, γιατί όλη μου η παιδική ηλικία είχε σημαδευτεί από τους μεγάλους ιστορικούς λόγους του Mussolini, των οποίων τα σημαντικότερα κομμάτια τα αποστηθίζαμε στο σχολείο. Σιωπή. Ο Mimo μίλησε με τραχιά φωνή, σχεδόν ψιθυριστά. Είπε: «Πολίτες, φίλοι. Μετά από τόσες επώδυνες θυσίες… είμαστε επιτέλους εδώ. Δόξα σε όσους έπεσαν για την ελευθερία». Αυτό ήταν. Πήγε ξανά μέσα. Το πλήθος φώναζε, οι παρτιζάνοι σήκωσαν τα όπλα και πυροβόλησαν στον αέρα πανηγυρικά. Εμείς τα παιδιά τρέξαμε να μαζέψουμε τους κάλυκες, ήταν πολύτιμα αντικείμενα, έμαθα όμως πως ελευθερία του λόγου σημαίνει και ελευθερία από τις ρητορείες.
Μερικές μέρες μετά είδα τους πρώτους Αμερικάνους στρατιώτες. Ήταν Αφροαμερικανοί. Ο πρώτος γιάνκης που συνάντησα ήταν ένας μαύρος άνδρας, ο Joseph, που με εισήγαγε στο θαυμαστό κόσμο του Dick Tracy και του Li’l Abner. Τα κόμικ του ήταν πολύχρωμα και μύριζαν ωραία.
Ένας από τους αξιωματικούς (Ταγματάρχης ή Λοχαγός Muddy) ήταν φιλοξενούμενος στη βίλα μιας οικογένειας της οποίας οι δύο κόρες ήταν συμμαθήτριες μου. Τον συνάντησα στο κήπο τους όπου κάποιες κυρίες τον περιτριγύριζαν μιλώντας σπαστά γαλλικά. Ο Λοχαγός Muddy γνώριζε λίγα γαλλικά και αυτός. Η πρώτη εικόνα που είχα για τους Αμερικάνους ελευθερωτές ήταν έτσι – μετά από τόσα χλωμά πρόσωπα με μαύρα χιτώνια – αυτή του καλλιεργημένου μαύρου άνδρα. , με μια κιτρινοπράσινη στολή να λέει: «Oui, merci beaucoup, Madame, moi aussi j’ aime le champagne…». Δυστυχώς δεν υπήρχε σαμπάνια αλλά ο Λοχαγός Muddy μου έδωσε την πρώτη μου τσίχλα μέντα και άρχισα να την μασάω όλη μέρα. Την νύχτα την έβαζα σε ένα ποτήρι νερό, έτσι ήταν φρέσκια για την επόμενη μέρα.
Τον Μάιο ακούσαμε πως ο πόλεμος τελείωσε. Η ειρήνη μου δημιούργησε ένα παράξενο συναίσθημα. Μου είχαν πει πως ο μόνιμος πόλεμος ήταν η φυσική κατάσταση για ένα νεαρό Ιταλό. Τους επόμενους μήνες ανακάλυψα πως η Αντίσταση δεν ήταν τοπικό φαινόμενο αλλά Ευρωπαϊκό. Έμαθα νέες, συναρπαστικές λέξεις όπως réseau, maquis, armée secréte, Rotte Kapelle, γκέτο της Βαρσοβίας. Είδα τις πρώτες φωτογραφίες του Ολοκαυτώματος, κατανοώντας το νόημα πριν μάθω την λέξη. Κατάλαβα από τι απελευθερωθήκαμε.
Στην χώρα μου σήμερα υπάρχουν άνθρωποι που αναρωτιούνται αν η Αντίσταση είχε πραγματική στρατηγική επίπτωση στην πορεία του πολέμου. Για την γενιά μου, η ερώτηση αυτή δεν είχε νόημα: καταλάβαμε άμεσα την ηθική και ψυχολογική σημασία της Αντίστασης. Για εμάς ήταν πηγή υπερηφάνειας, να ξέρουμε πως εμείς οι Ευρωπαίοι δεν περιμέναμε παθητικά για την απελευθέρωση. Και για τους νεαρούς Αμερικάνους που πλήρωναν με το αίμα τους την αποκατάσταση της ελευθερίας μας σήμαινε κάτι, να γνωρίζουν πως πίσω από τις γραμμές πυρός υπήρχαν Ευρωπαίοι που πλήρωναν το δικό τους χρέος προκαταβολικά.
Στην χώρα μου σήμερα υπάρχουν άνθρωποι που λένε πως ο μύθος της Αντίστασης ήταν κομμουνιστικό ψέμα. Είναι αλήθεια πως οι κομμουνιστές εκμεταλλεύτηκαν την Αντίσταση σαν να ήταν προσωπική τους ιδιοκτησία, μιας και έπαιξαν κεντρικό ρόλο σε αυτή, όμως θυμάμαι παρτιζάνους με μαντήλια διαφόρων χρωμάτων. Κολλημένος κοντά στο ραδιόφωνο, περνούσα τις νύχτες μου – τα κλειστά παράθυρα και η συσκότιση έκαναν τη συσκευή να δημιουργεί μια μικρή, φωτεινή ζώνη γύρω της – ακούγοντας τα μηνύματα που έστελνε η Φωνή του Λονδίνου στους παρτιζάνους. Ήταν αινιγματικά και ποιητικά ταυτόχρονα (Ο ήλιος επίσης ανατέλλει. Τα τριαντάφυλλα θα ανθίσουν) και τα περισσότερα από αυτά ήταν «μηνύματα για τον Franchi». Κάποιος μου σφύριξε πως ο Franchi ήταν ο αρχηγός του ισχυρότερου μυστικού δικτύου στην βορειοδυτική Ιταλία, ένας άνδρας θρυλικής γενναιότητας. Ο Franchi έγινε ο ήρωας μου. Ο Franchi (που το πραγματικό του όνομα Edgardo Sogno) ήταν μοναρχικός, τόσο αντικομουνιστής που μετά το πόλεμο εντάζθηκε σε ακραίες δεξιές ομάδες και κατηγορήθηκε για συμμετοχή σε σχέδιο για ένα αντιδραστικό πραξικόπημα. Ποιος νοιάζεται; Ο Sogno παραμένει ο ονειρικός ήρωας των παιδικών μου χρόνων. Η απελευθέρωση ήταν το έργο ανθρώπων διαφορετικών αποχρώσεων.
Στη χώρα μου σήμερα υπάρχουν κάποιοι που λένε πως ο Απελευθερωτικός Αγώνας, ήταν μια τραγική περίοδος διαίρεσης, και πως το μόνο που χρειαζόμαστε είναι εθνική συμφιλίωση. Η ανάμνηση εκείνων των τρομερών χρόνων πρέπει να κατασταλεί, refouleé, verdrängt. Αλλά η έννοια Verdrängung προκαλεί εκνευρισμό. Αν η συμφιλίωση σημαίνει κατανόηση και σεβασμό για όσους πολέμησαν τον δικό τους πόλεμο καλόπιστα, το να συγχωρείς δε σημαίνει να ξεχνάς. Μπορώ ακόμα να δεχτώ πως ο Eichmann πίστευε ειλικρινά στην αποστολή του, δεν μπορώ όμως να πω: «Εντάξει, ελάτε και κάντε ξανά». Είμαστε εδώ για να θυμόμαστε τι έγινε και να πούμε με στιβαρότητα πως «Αυτοί» δεν πρέπει να το ξανακάνουν.
Ποιοι είναι όμως Αυτοί;
Αν σκεφτόμαστε ακόμη τα απολυταρχικά καθεστώτα που κυβερνούσαν την Ευρώπη πριν τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, μπορούμε να πούμε με ευκολία πως είναι δύσκολο να ξαναεμφανιστούν με την ίδια μορφή σε διαφορετικές ιστορικές συνθήκες. Αν ο φασισμός του Mussolini βασίζονταν πάνω στην ιδέα ενός χαρισματικού ηγέτη, τον κορπορατισμό, στην ουτοπία του Αυτοκρατορικού Πεπρωμένου της Ρώμης, μιας ιμπεριαλιστικής θέλησης για την κατάκτηση νέων περιοχών, σε έναν υπερβολικό εθνικισμό, την ιδέα ενός ολόκληρου έθνους ενταγμένου σε τάγματα μελανοχιτώνων, στην απόρριψη της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, στον αντισημιτισμό, τότε δεν έχω καμιά δυσκολία να αποδεχτώ πως η σημερινή ιταλική Εθνική Συμμαχία (Alleanza Nazionalle), γεννημένο από το μεταπολεμικό φασιστικό κόμμα, FSI, και φυσικά πλέον ένα δεξιό κόμμα έχει πολύ λίγα κοινά με τον παλιό φασισμό. Με τον ίδιο τρόπο, παρά ότι ανησυχώ για τα διάφορα κινήματα που μοιάζουν με τους Ναζί και ξεπηδούν εδώ και εκεί στην Ευρώπη, ακόμη και στη Ρωσία, δεν πιστεύω πως ο Ναζισμός, στην αρχική μορφή του, θα επανεμφανιστεί σαν πανεθνικό κίνημα.
Παρόλα αυτά, αν και πολιτικά καθεστώτα μπορούν να ανατραπούν και ιδεολογίες να κριθούν και να απορριφθούν, πίσω από ένα καθεστώς και την ιδεολογία του, υπάρχει πάντα ένας τρόπος σκέψης και αντίληψης, ένα σύνολο πολιτιστικών συνηθειών, απόκρυφα ένστικτα και ανομολόγητες ορμές. Υπάρχει ακόμα ένα φάντασμα που παραμονεύει την Ευρώπη (για να μη μιλήσω για άλλα μέρη του πλανήτη);
Ο Ιονέσκο είχε πει κάποτε «μόνο οι λέξεις έχουν σημασία, όλα τα άλλα είναι απλώς φλυαρίες». Οι γλωσσολογικές συνήθειες συχνά είναι σημαντικά συμπτώματα, συναισθημάτων που υποβόσκουν. Έτσι έχει αξία να αναρωτηθούμε γιατί όχι απλά η Αντίσταση, αλλά γενικά ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος χαρακτηρίζεται γενικά σαν αγώνας εναντίον του φασισμού.. αν ξαναδιαβάσετε το «Για ποιόν χτυπά η καμπάνα» του Hemingway θα ανακαλύψετε πως ο Robert Jordan ταυτίζει τους εχθρούς του με τους φασίστες, ακόμα και όταν αναφέρεται τους Ισπανούς Φάλαγγίτες. Και για τον F.D. Roosvelt, «Η νίκη του Αμερικάνικου λαού και των συμμάχων του, θα είναι μια νίκη εναντίον του φασισμού και του καταπιεστικού δεσποτισμού που αντιπροσωπεύει».
Κατά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Αμερικάνοι που έλαβαν μέρος στον Ισπανικό πόλεμο, ονομάζονταν «πρόωροι αντιφασίστες» ̶ εννοώντας πως στα ’40 ο πόλεμος εναντίον του Hitler ήταν ηθικό καθήκον κάθε καλού Αμερικανού, αλλά πολεμώντας νωρίς τον Franco στα ’30, είχε περίεργη γεύση γιατί ήταν κυρίως έργο Κομμουνιστών και άλλων αριστερών… Γιατί υπήρχε μια έκφραση σαν το φασιστικό γουρούνι, που χρησιμοποιούσαν οι Αμερικάνοι ριζοσπάστες τριάντα χρόνια αργότερα, για να αναφερθούν σε ένα αστυνομικό που δεν ενέκρινε τις καπνιστικές τους συνήθειες; Γιατί δεν έλεγαν: καγκουλαρινικό γουρούνι, φαλαγγιστικό γουρούνι, ουστάσικο γουρούνι, κουίσλινγκικό γουρούνι, ναζιστικό γουρούνι;
Ο Αγών μου ήταν το μανιφέστο ενός πλήρους πολιτικού προγράμματος. Ο ναζισμός είχε μια θεωρία ρατσισμού και για τον εκλεκτό άριο λαό, μια ακριβή αντίληψη για την εκφυλισμένη τέχνη (entartete Kunst), μια φιλοσοφία για την θέληση για εξουσία (der Wille zur Macht) και του υπεράνθρωπου (Übermensch). Ο ναζισμός ήταν βαθιά αντιχριστιανικός και νεοπαγανιστικός, ενώ ο Διαλεκτικός Υλισμός του Stalin (η επίσημη εκδοχή του Σοβιετικού Μαρξισμού) ήταν εμφανώς υλιστικός και αθεϊστικός. Αν με τον απολυταρχισμό κάποιος εννοεί ένα καθεστώς που υποτάσσει κάθε πράξη του ατόμου στο κράτος και στην ιδεολογία του, τότε και ο Ναζισμός και ο Σταλινισμός ήταν πραγματικά απολυταρχικά καθεστώτα.
Ο ιταλικός φασισμός ήταν σίγουρα δικτατορία, αλλά δεν ήταν τελείως απολυταρχικός, όχι λόγω της ηπιότητας αλλά λόγω της αδυναμίας της φιλοσοφίας της ιδεολογίας του. Αντίθετα με την ευρεία αντίληψη, ο φασισμός δεν είχε κάποια ιδιαίτερη φιλοσοφία. Το λήμμα για το φασισμό που υπέγραφε ο Mussolini στην εγκυκλοπαίδεια Treccani είχε γραφεί ή βασικά εμπνευστεί από τον Giovanni Gentile, αλλά αντανακλούσε μια ύστερη χεγκελιανή αντίληψη περί Απόλυτου και Ηθικού Κράτους που ο Mussolini ποτε δεν πραγματοποίησε επαρκώς. Ο Mussolini δεν είχε καμία φιλοσοφία, είχε μόνο ρητορική. Ήταν μαχητικός άθεος στην αρχή και αργότερα υπέγραψε την Συνθήκη με την Εκκλησία και καλωσόρισε τους επισκόπους που ευλόγησαν τα φασιστικά λάβαρα. Στα πρώιμα αντικληρικά του χρόνια, σύμφωνα με ένα πιθανό θρύλο, ζήτησε κάποτε από το Θεό, ώστε να αποδείξει την ύπαρξή του, να τον κάψει στο σημείο που στεκόταν. Αργότερα, ο Mussolini ανέφερε πάντοτε το όνομα του θεού στους λόγους του και δεν το πείραζε να τον αποκαλούν ο Άνθρωπος της Θείας Πρόνοιας.
Ο ιταλικός φασισμός ήταν η πρώτη δεξιά δικτατορία που κατέλαβε μια ευρωπαϊκή χώρα και αργότερα άλλα παρόμοια κινήματα βρήκαν ένα είδος αρχέτυπου στο καθεστώς του Mussolini. Ο ιταλικός φασισμός ήταν ο πρώτος που δημιούργησε μια στρατιωτική λειτουργική, ένα μύθο, ακόμη και ένα τρόπο ντυσίματος – πολύ πιο επιδραστικό από ότι θα είναι ποτέ ο Αρμάνι, ο Benetton ή ο Versace – με τα μαύρα χιτώνια του. Ήταν μόλις στα 1930 που φασιστικά κινήματα έκαναν την εμφάνισή τους, με τον Mosley στην Μεγάλη Βρετανία, και σε Λιθουανία, Εσθονία, Λετονία, Πολωνία, Ουγγαρία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Ελλάδα, Γιουγκοσλαβία, Ισπανία, Πορτογαλία, Νορβηγία, ακόμη και στην Νότια Αμερική. Ήταν ο ιταλικός φασισμός που έπεισε πολλούς Ευρωπαίους φιλελεύθερους ηγέτες να πειστούν πως το νέο καθεστώς επιτελούσε ενδιαφέρουσα κοινωνική μεταρρύθμιση, και ότι έδινε μια ήπια επαναστατική εναλλακτική στην Κομμουνιστική απειλή.
Παρόλα αυτά, το γεγονός ότι προηγήθηκε ιστορικά δεν αποτελεί για εμένα επαρκή εξήγηση γιατί η λέξη φασισμός έγινε συνεκδοχή, δηλαδή μια λέξη που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για κάθε διαφορετικό απολυταρχικό κίνημα. Αυτό δεν συμβαίνει γιατί ο φασισμός περιέχει μέσα του όλα τα ουσιαστικά στοιχεία κάθε μορφής απολυταρχισμού που ακολούθησε. Το αντίθετο, ο φασισμός δεν είχε πεμπτουσία. Ο φασισμός ήταν ασαφής απολυταρχισμός, ένα κολλάζ διαφορετικών φιλοσοφικών και πολιτικών ιδεών, μια κυψέλη αντιθέσεων. Μπορεί κάποιος να συλλάβει ένα σαφώς απολυταρχικό κίνημα που ήταν ικανό να συνδυάσει την μοναρχία με την επανάσταση, το βασιλικό στρατό με την προσωπική πολιτοφυλακή του Mussolini, την εκχώρηση προνομίων στην εκκλησία και την κρατική παιδεία εκθειασμού της βίας, τον απόλυτο κρατικό έλεγχο και την ελεύθερη αγορά; Το Φασιστικό Κόμμα γεννήθηκε κομπάζοντας πως έφερε μια επαναστατική νέα τάξη, αλλά χρηματοδοτήθηκε από τους πιο συντηρητικούς γαιοκτήμονες που περίμεναν από αυτό μια αντεπανάσταση. Στο ξεκίνημά του ο φασισμός ήταν κοινοβουλευτικός. Επιβίωσε όμως για είκοσι χρόνια διακηρύσσοντας την πίστη του στην βασιλική οικογένεια, ενώ ο Duce (ο αδιαμφησβήτητος Υπέρτατος Αρχηγός) ήταν χέρι με χέρι με το βασιλιά, στον οποίο πρόσφερε το τίτλο του αυτοκράτορα. Όταν όμως ο βασιλιάς απέλυσε το Mussolini το 1943, το κόμμα επανεμφανίστηκε δύο μήνες αργότερα, με γερμανική υποστήριξη, κάτω από το λάβαρο «κοινωνικής» δημοκρατίας, ανακυκλώνοντας το παλιό επαναστατικό σενάριο, τώρα εμπλουτισμένο με σχεδόν ιακωβίνικα στοιχεία.
Υπήρχε μόνο μια ναζιστική αρχιτεκτονική και μια ναζιστική τέχνη. Αν ο Ναζί αρχιτέκτονας ο Albert Speer, δεν υπήρχε πλέον χώρος για τον Mies van der Rohe. Παρομοίως, υπό την ηγεσία του Stalin, αν ο Lamarck είχε δίκιο δεν υπήρχε χώρος για τον Δαρβίνο. Στην Ιταλία υπήρχαν σίγουρα φασίστες αρχιτέκτονες αλλά δίπλα στα ψευδο-Κολοσαία τους υπήρχαν πολλά νέα κτίρια εμπνευσμένα από το μοντέρνο ορθολογισμό του Gropious.
Δεν υπήρχε φασίστας Zhdanov που να θέτει μια αυστηρή πολιτιστική γραμμή. Στην Ιταλία υπήρχαν δυο σημαντικά καλλιτεχνικά βραβεία. Το Premio Cremona που ελέγχονταν από τον φανατικό και ακαλλιέργητο φασίστα Roberto Farinacci, που προωθούσε την τέχνη ως προπαγάνδα. (Θυμάμαι πίνακες με τίτλους όπως Ακούγοντας Δίπλα στο Ραδιόφωνο το Λόγο του Duce ή Ονειροπολήσεις Εμπνευσμένες από το Φασισμό). Το Premio Bergamo χρηματοδοτούνταν από τον καλλιεργημένο και αρκετά ανεκτικό φασίστα Giuseppe Bottai, που προστάτευε τόσο την έννοια της τέχνης για την τέχνη όσο και τις πολλές μορφές πειραματικής (avant-garde) τέχνης που θα είχε απαγορευτεί ως διεφθαρμένη και κρυφο-κομμουνιστική στην Γερμανία.
Ο εθνικός ποιητής ήταν ο D’Annunzio, ένας δανδής που στη Γερμανία ή στη Ρωσία θα είχε σταλεί στο εκτελεστικό απόσπασμα. Αναγνωρίστηκε ως ο βάρδος του καθεστώτος εξαιτίας του εθνικισμού του και της λατρείας του ηρωισμού που εξυμνούσε – η οποία ήταν αναμιγμένη με άφθονες επιρροές από τον γαλλικό παρακμιακό πεσιμισμό (fin de sciècle).
Δείτε το φουτουρισμό. Κάποιος μπορεί να σκεφτεί πως αποτελούσε ακόμη μια εκδοχή της εκφυλισμένης τέχνης (entartete Kunst) μαζί με τον εξπρεσιονισμό, το κυβισμό και το σουρεαλισμό. Οι πρώιμοι Ιταλοί φουτουριστές όμως ήταν εθνικιστές, στήριζαν την συμμετοχή της Ιταλίας στον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο για λόγους αισθητικής, εξυμνούσαν την ταχύτητα, τη βία και τον κίνδυνο, στοιχεία που όλα τους συνδέονταν με κάποιο τρόπο με τη φασιστική λατρία της νεότητας. Ενώ ο φασισμός ταύτιζε τον εαυτό του με την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και ανακάλυπτε ξανά τις παραδόσεις της υπαίθρου, παρόλα αυτά ο Marinetti (που διακήρυττε πως ένα αυτοκίνητο είναι ομορφότερο από την Νίκη της Σαμοθράκης, και ήθελε να σκοτώσει ακόμα και το σεληνόφως) διορίστηκε μέλος της Ιταλικής Ακαδημίας, που αντιμετώπιζε το σεληνόφως με μεγάλο σεβασμό.
Πολλοί από του μελλοντικούς παρτιζάνους και τους μελλοντικούς διανοούμενους του Κομμουνιστικού Κόμματος επιμορφώθηκαν από την GUF, την φασιστική ένωση φοιτητών πανεπιστημίου, που υποτίθεται ήταν το λίκνο της νέας φασιστικής κουλτούρας. Αυτές οι λέσχες έγιναν ένα είδος διανοητικού χωνευτηρίου όπου νέες ιδέες κυκλοφορούσαν χωρίς κανένα πραγματικό ιδεολογικό έλεγχο. Δεν ήταν ότι τα στελέχη του κόμματος ήταν ανεκτικά προς τη ριζοσπαστική σκέψη, αλλά πολλοί λίγοι από αυτούς είχαν την διανοητική ικανότητα να την ελέγξουν.
Στη διάρκεια αυτών των είκοσι ετών, η ποίηση του Montale και άλλων συγγραφέων που σχετιζόταν με την ομάδα που αποκαλούνταν Ερημιτιστές, ήταν μια αντίδραση στο πομπώδες ύφος του καθεστώτος, και στους ποιητές αυτούς επετράπη να αναπτύξουν την λογοτεχνική διαμαρτυρία μέσα από αυτό που θεωρούνταν ως ο γυάλινος πύργος τους. Το ύφος των Ερημιτών ποιητών ήταν ακριβώς το αντίθετο με τη φασιστική λατρεία του οπτιμισμού και του ηρωισμού. Το καθεστώς ανεχόταν την κατάφωρη, αν και κοινωνικά αόρατη, αντίθεση τους γιατί οι Φασίστες απλά δεν έδιναν σημασία σε τέτοια μυστηριακή γλώσσα.
Αυτό δεν σημαίνει όμως πως ο Ιταλικός φασισμός ήταν ανεκτικός. Ο Gramsci έμεινε στη φυλακή μέχρι και το θάνατο του, οι ηγέτες της αντιπολίτευσης Giacomo Matteotti και οι αδελφοί Rosselli δολοφονήθηκαν, η ελευθερία του τύπου καταργήθηκε, τα εργατικά συνδικάτα διαλύθηκαν και οι πολιτικοί αντιφρονούντες περιορίστηκαν σε απομονωμένα νησιά. Η νομοθετική εξουσία έγινε αποκύημα της φαντασίας και η εκτελεστική εξουσία (που έλεγχε την δικαστική καθώς και τον μαζικό τύπο) αποφάσιζε νέους νόμους απευθείας, ανάμεσα τους νόμους που καλούσαν για τη διατήρηση της φυλής (η επίσημη χειρονομία στήριξης της Ιταλίας σε αυτό που εξελίχθηκε στο Ολοκαύτωμα).
Η αντιφατική εικόνα που περιγράφω δεν ήταν αποτέλεσμα ανεκτικότητας αλλά πολιτικής και ιδεολογικής σύγχυσης. Ήταν όμως ένα άκαμπτο μπέρδεμα, μια δομημένη σύγχυση. Ο φασισμός ήταν φιλοσοφικά ασύνδετος, αλλά συναισθηματικά ήταν άρρηκτα συνδεδεμένος με ορισμένες αρχετυπικές βάσεις.
Ερχόμαστε έτσι στη δεύτερη μου θέση, υπήρχε μόνο ένας ναζισμός. Δεν μπορούμε να αποκαλούμε τον υπερ-καθολικό Φαλαγγισμό του Franco ως ναζισμό, μιας και ο ναζισμός είναι βασικά παγανιστικός, πολυθεϊστικός και αντιχριστιανικός. Το φασιστικό παιχνίδι όμως μπορεί να παιχτεί σε πολλές εκδοχές, και το όνομα του παιχνιδιού δεν αλλάζει. Η ουσία του φασισμού δεν διαφέρει από την έννοια του παιχνιδιού κατά τον Wittgenstein. Ένα παιχνίδι μπορεί να είναι ανταγωνιστικό ή όχι, μπορεί να απαιτεί κάποια ιδιαίτερη ικανότητα ή όχι, μπορεί να περιλαμβάνει χρήματα ή όχι. Τα παιχνίδια είναι διαφορετικές δραστηριότητες που εμφανίζουν μερικές μόνο «οικογενειακές ομοιότητες» όπως αναφέρει ο Wittgenstein. Σκεφτείτε την παρακάτω ακολουθία:
1 2 3 4
υποθέστε πως υπάρχει μια σειρά από πολιτικές ομάδες, από τις οποίες η πρώτη ομάδα χαρακτηρίζεται από τα γνωρίσματα αβγ, η δεύτερη ομάδα από τα γνωρίσματα βγδ κ.ο.κ. Η δεύτερη ομάδα μοιάζει στην πρώτη αφού έχουν δυο κοινά γνωρίσματα, για τους ίδιους λόγους η τρίτη είναι παρόμοια με την δεύτερη και η τέταρτη με την Τρίτη. Παρατηρήστε πως η τρίτη μοιάζει με την πρώτη (και στις δυο είναι κοινό το γ). η πιο παράξενη περίπτωση παρουσιάζεται με τη τέταρτη, εμφανώς παρόμοια με την τρίτη και την δεύτερη, αλλά χωρίς κάποιο κοινό με την πρώτη. Χάρη, όμως, στην αδιάκοπη σειρά από μειούμενες ομοιότητες μεταξύ της πρώτης και της τέταρτης, παραμένει έτσι, από άποψη απατηλής μεταβατικότητας, μια οικογενειακή ομοιότητα μεταξύ της τέταρτης και της πρώτης.
Ο φασισμός είναι ένας όρος για κάθε χρήση γιατί ενώ κάποιος μπορεί να αφαιρέσει από ένα φασιστικό καθεστώς ένα ή περισσότερα χαρακτηριστικά, αυτό εξακολουθεί να αναγνωρίζεται ως φασιστικό. Αφαιρέστε τον ιμπεριαλισμό από το φασισμό και εξακολουθείτε να έχετε τον Franco και το Salazar. Αφαιρέστε την αποικιοκρατία και εξακολουθείτε να έχετε τον βαλκανικό φασισμό των Ούστασε (Ustaše). Προσθέστε στον ιταλικό φασισμό ένα ριζοσπαστικό αντικαπιταλισμό (που δεν ενθουσίασε ποτέ τον Mussolini) και έχεις τον Ezra Pound. Βάλτε Κέλτικη μυθολογία και τον αποκρυφισμό του Δισκοπότηρου (εντελώς ξένος προς τον επίσημο φασισμό) και έχεις έναν από τους πιο σεβαστούς γκουρού του φασισμού, τον Julius Evola.
Παρά την ασάφεια αυτή όμως, πιστεύω πως είναι δυνατό να δημιουργήσουμε μια λίστα γνωρισμάτων που είναι τυπικά από αυτό που θα ήθελα να ονομάσω Ur–Fascism ή Αιώνιο Φασισμό. Τα γνωρίσματα αυτά δεν μπορούν να οργανωθούν σε ένα σύστημα, πολλά από αυτά αντικρούουν το ένα το άλλο και επίσης είναι χαρακτηριστικά και άλλων τύπων δεσποτισμού ή φανατισμού. Αρκεί όμως ένα από αυτά να υπάρχει για να επιτραπεί στο φασισμό να αναπτυχθεί γύρω του.
Το πρώτο στοιχείο του Αιώνιου Φασισμού είναι η λατρεία της παράδοσης. Η παραδοσιοκρατία είναι φυσικά προγενέστερη του φασισμού. Όχι μόνο ήταν τυπική της αντεπαναστατικής Καθολικής σκέψης μετά την Γαλλική Επανάσταση, αλλά γεννήθηκε την Ελληνιστική Περίοδο, ως αντίδραση στον κλασικό Ελληνικό ορθολογισμό. Στην λεκάνη της Μεσογείου, άνθρωποι διαφορετικών θρησκειών (οι περισσότεροι τους υιοθέτησαν με προθυμία το Ρωμαϊκό Πάνθεο) άρχισαν να ονειρεύονται μια αποκάλυψη που έλαβαν στην αυγή της ανθρώπινης ιστορίας. Η αποκάλυψη αυτή, σύμφωνα με τον παραδοσιοκρατικό μυστικισμό, είχε παραμείνει κρυμμένη για μεγάλο διάστημα κάτω από το πέπλο ξεχασμένων γλωσσών – στα αιγυπτιακά ιερογλυφικά, στους κέλτικους ρούνους, στους πάπυρους σχετικά άγνωστων θρησκειών της Ασίας.
Η νέα αυτή κουλτούρα έπρεπε να βασίζεται στον συγκρητισμό. Ο συγκρητισμός δεν είναι απλά, όπως λένε τα λεξικά, «ο συνδυασμός διαφορετικών μορφών θρησκευτικών πιστεύω και πρακτικών», τέτοιος συνδυασμό πρέπει να ανέχεται τις αντιφάσεις. Καθένα από τα αρχικά μηνύματα περιέχει ένα ψήγμα σοφίας, και όποτε μοιάζουν να λένε διαφορετικά ή ασύμβατα μεταξύ τους πράγματα είναι γιατί όλα αναφέρονται, με αλληγορικό τρόπο, στην ίδια πρωταρχική αλήθεια.
Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να υπάρξει πρόοδος της μάθησης. Η αλήθεια έχει ήδη ειπωθεί μία και καλή, και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να συνεχίσουμε να ερμηνεύουμε το απόκρυφο μήνυμα της.
Το μόνο που έχει να κάνει κάποιος είναι να κοιτάξει τον οδηγό σπουδών κάθε φασιστικού κινήματος για να βρει τους μεγάλους παραδοσιοκρατικούς στοχαστές. Η ναζιστική γνώση γαλουχήθηκε με παραδιοκρατικά, συγκρητιστικά, αποκρυφιστικά στοιχεία. Η πιο επιδραστική θεωρητική πηγή των θεωριών της νέας ιταλικής δεξιάς, ο Julius Evola, συγχώνευσε το Ιερό Δισκοπότηρο με τα Πρωτόκολλα των Πρεσβυτέρων της Σιών, την αλχημεία με την Ρωμαϊκή και την Γερμανική Αυτοκρατορία. Το ίδιο το γεγονός πως η ιταλική δεξιά, για να δείξει πόσο ανοιχτόμυαλη είναι, διεύρυνε πρόσφατα την ύλη της για να συμπεριλάβει έργα των De Maistre, Guenon και Gramsci, είναι μια κατάφορη απόδειξη συγκρητισμού.
Αν ψάξει κανείς στα ράφια, που στα αμερικάνικα βιβλιοπωλεία, φέρουν την ένδειξη New Age, μπορείς να βρεις ακόμη και Άγιο Αυγουστίνο, που, από όσο γνωρίζω, δεν ήταν φασίστας. Ο συνδυασμός όμως του Αγίου Αυγουστίνου με το Στοουνχετζ – αυτό είναι σύμπτωμα του Αιώνιου Φασισμού.
Η παραδοσιοκρατία συνεπάγεται την απόρριψη του μοντερνισμού. Και οι φασίστες και οι ναζί λάτρευαν την τεχνολογία, ενώ οι παραδοσιοκράτες στοχαστές την απορρίπτουν ως ακύρωση των παραδοσιακών πνευματικών αξιών. Ακόμη και αν ο ναζισμός ήταν περήφανος για τα βιομηχανικά επιτεύγματα του, η εξύμνηση του μοντερνισμού ήταν μόνο η επιφάνεια μιας ιδεολογίας βασισμένης πάνω στο «Αίμα και Γη» (Blut und Boden). Η απόρριψη του σύγχρονου κόσμου είχε μεταμφιεστεί σαν αντιπαράδειγμα του καπιταλιστικού τρόπου ζωής, αλλά κυρίως αφορούσε την απόρριψη του πνεύματος του 1789 (και του 1776 φυσικά). Ο Διαφωτισμός, η Εποχή του Λόγου, αντιμετωπίζεται σαν την απαρχή του σύγχρονου εκφυλισμού. Υπό αυτή την έννοια ο Αιώνιος Φασισμός μπορεί να οριστεί ως ανορθολογισμός.
Ο ανορθολογισμός βασίζεται επίσης στην λατρεία της δράσης για χάρη της δράσης. Η δράση είναι όμορφη από μόνη της, για αυτό πρέπει να γίνει πριν ή χωρίς άλλη σκέψη. Η σκέψη είναι μια μορφή ευνουχισμού. Ο πολιτισμός είναι λοιπόν ύποπτος, γιατί σχετίζεται με κριτικές στάσεις. Δυσπιστία προς τον κόσμο των διανοουμένων ήταν πάντοτε σύμπτωμα του Αιώνιου Φασισμού, από την αποδιδόμενη στον Goering φράση, «όταν ακούω για κουλτούρα πιάνω το όπλο μου», στην συχνή χρήση φράσεων όπως «εκφυλισμένοι διανοούμενοι», «αυγοκέφαλοι», «σνομπ αδερφές», «τα πανεπιστήμια είναι άντρα κομμουνιστών». Οι επίσημοι φασίστες διανοούμενοι απασχολούνταν κυρίως με το να επιτίθενται στον σύγχρονο πολιτισμό και την προοδευτική διανόηση επειδή πρόδοσε τις παραδοσιακές αξίες.
Καμιά συγκρητιστική πίστη δεν μπορεί να αντέξει την αναλυτική κριτική. Το κριτικό πνεύμα κάνει διακρίσεις, και το να διακρίνεις είναι δείγμα μοντερνισμού. Στον σύγχρονο πολιτισμό, η επιστημονική κοινότητα εξυμνεί την διαφωνία ως μέσο βελτίωσης της γνώσης. Για τον Αιώνιο Φασισμό, η διαφωνία είναι προδοσία.
Επιπλέον, η διαφωνία είναι δείγμα διαφορετικότητας. Ο Αιώνιος Φασισμός αναπτύσσεται και αναζητά την συναίνεση με την μεγέθυνση του φυσικού φόβου του διαφορετικού. Το πρώτο κάλεσμα ενός φασιστικού ή προ-φασιστικού κινήματος είναι κάλεσμα εναντίον των εισβολέων. Έτσι ο Αιώνιος Φασισμός είναι ρατσιστικός εξ ορισμού.
Ο Αιώνιος Φασισμός προέρχεται από ατομική ή κοινωνική αγανάκτηση. Αυτός είναι ο λόγος που ένα από τα πιο τυπικά χαρακτηριστικά του ιστορικού φασισμού είναι η επίκληση στην αγανακτισμένη μεσαία τάξη, μια τάξη που υποφέρει από μια οικονομική κρίση ή από συναισθήματα πολιτικής ταπείνωσης, και φοβισμένη από την πίεση των χαμηλότερων κοινωνικών ομάδων. Στην εποχή μας, που οι παλιοί «προλετάριοι» γίνονται μικροαστοί (και το λούμπεν στοιχείο είναι αποκλεισμένο στη πλειοψηφία του από την πολιτική σκηνή), ο φασισμός του αύριο θα βρει το ακροατήριο του σε αυτή τη νέα πλειοψηφία.
Στους ανθρώπους που νοιώθουν να τους έχει στερηθεί μια ξεκάθαρη κοινωνική ταυτότητα, ο Αιώνιος Φασισμός λέει πως το μόνο τους προνόμιο, είναι το πιο κοινό, να έχουν γεννηθεί στην ίδια χώρα. Αυτή είναι η καταγωγή του εθνικισμού. Επιπλέον, οι μόνοι που μπορούν να δώσουν ταυτότητα στο έθνος είναι οι εχθροί του. Έτσι στη ρίζα της ψυχολογίας του Αιώνιου Φασισμού υπάρχει η εμμονή με μια συνομωσία, πιθανώς διεθνούς. Οι οπαδοί πρέπει να αισθάνονται πολιορκούμενοι. Ο απλούστερος τρόπος να αντιμετωπιστεί η συνομωσία είναι η απεύθυνση στην ξενοφοβία. Η συνομωσία όμως πρέπει να προέρχεται και από μέσα: οι Εβραίοι είναι συνήθως ο καλύτερος στόχος γιατί έχουν το πλεονέκτημα να είναι την ίδια στιγμή και μέσα και έξω. Στις ΗΠΑ, μια επιφανής περίπτωση της εμμονής με την συνομωσία μπορεί να βρεθεί στο The New World Order του Pat Robertson, αλλά όπως έχουμε δει πρόσφατα υπάρχουν πολλοί άλλοι.
Οι οπαδοί πρέπει να αισθάνονται ταπεινωμένοι από το κραυγαλέο πλούτο και ισχύ των αντιπάλων τους. Όταν ήμουν παιδί με έμαθαν να σκέφτομαι τους Άγγλους, ως τους ανθρώπους των πέντε γευμάτων. Έτρωγαν πιο συχνά από τους φτωχούς αλλά νηφάλιους Ιταλούς. Οι Εβραίοι είναι πλούσιοι και βοηθούν ο ένας τον άλλο μέσα από ένα μυστικό δίκτυο αμοιβαίας βοήθειας. Οι οπαδοί, όμως πρέπει να πιστεύουν πως μπορούν να νικήσουν τους εχθρούς. Έτσι με μια συνεχή ρητορική μετατόπιση οι εχθροί είναι ταυτόχρονα πολύ δυνατοί και πολύ αδύναμοι. Οι φασιστικές κυβερνήσεις είναι καταδικασμένες να χάνουν πολέμους γιατί δεν μπορούν να υπολογίσουν αντικειμενικά την δύναμη του εχθρού.
Για τον Αιώνιο Φασισμό δεν υπάρχει αγώνας για τη ζωή, αλλά αντίθετα η ζωή υπάρχει για τον αγώνα. Έτσι ο πασιφισμός είναι συναναστροφή με τον εχθρό. Είναι κακό γιατί η ζωή είναι μόνιμος πόλεμος. Αυτό όμως, βγάζει ένα κόμπλεξ Αρμαγεδδώνα. Από τη στιγμή που οι εχθροί πρέπει να ηττηθούν, πρέπει να υπάρξει μια τελική μάχη, μετά από την οποία το κίνημα θα έχει τον έλεγχο του κόσμου. Μια τέτοια «τελική λύση» υπονοεί μια ακόμη περίοδο ειρήνης, μια Χρυσή Εποχή, που έρχεται σε αντίθεση με την αρχή του μόνιμου πολέμου. Κανένας φασίστας ηγέτης δεν κατόρθωσε να βγει από αυτό το αδιέξοδο.
Ο ελιτισμός είναι τυπικό δείγμα κάθε αντιδραστικής ιδεολογίας, έως τώρα είναι ριζικά αριστοκρατικός, και αριστοκρατικός και στρατιωτικός ελιτισμός συνεπάγεται με σκληρότητα περιφρόνηση για τον αδύναμο. Ο Αιώνιος Φασισμός μπορεί να προωθεί μόνο ένα λαϊκό ελιτισμό. Κάθε πολίτης ανήκει στον καλύτερο λαό του κόσμου, τα μέλη του κόμματος είναι οι καλύτεροι μεταξύ των πολιτών, κάθε πολίτης μπορεί (ή είναι υποχρεωμένος) να γίνει μέλος του κόμματος. Δεν μπορεί όμως να υπάρχουν πατρίκιοι χωρίς πληβείους. Στην πραγματικότητα, ο Ηγέτης, γνωρίζοντας πως η εξουσία του δεν μεταφέρθηκε δημοκρατικά σε αυτόν αλλά κατακτήθηκε με την δύναμη, γνωρίζει επίσης πως η εξουσία του βασίζεται στην αδυναμία των μαζών, είναι τόσο αδύναμοι που χρειάζονται και αξίζουν έναν ηγέτη. Επειδή η ομάδα είναι οργανωμένη ιεραρχικά (σύμφωνα με στρατιωτικό μοντέλο), κάθε υφιστάμενος αρχηγός απεχθάνεται τους δικούς του υφιστάμενους, και κάθε ένας από αυτούς απεχθάνεται τους κατώτερους του. Αυτό ενισχύει την αίσθηση του μαζικού ελιτισμού.
Υπό αυτή την οπτική όλοι εκπαιδεύονται να γίνουν ήρωες. Σε κάθε μυθολογία ο ήρωας είναι εξαιρετικό ον, αλλά στην ιδεολογία του Αιώνιου Φασισμού, ο ηρωισμός είναι ο κανόνας. Η λατρεία του ηρωισμού είναι συνδεδεμένη άμεσα με τη λατρεία του θανάτου. Δεν είναι τυχαίο που το σύνθημα των Φαλαγγιστών ήταν Ζήτω ο Θάνατος (Viva la Muerte). Στις μη φασιστικές κοινωνίες, οι απλοί άνθρωποι μαθαίνουν πως ο θάνατος είναι κάτι δυσάρεστο αλλά πρέπει να αντιμετωπίζεται με αξιοπρέπεια, οι θρήσκοι διδάσκονται πως είναι ένας επώδυνος δρόμος προς την επίτευξη μιας υπερφυσικής ευτυχίας. Αντίθετα, ο Αιώνιος Φασισμός επιζητά τον ηρωικό θάνατο, που διαφημίζεται ως η καλύτερη ανταμοιβή μιας ηρωικής ζωής. Ο ήρωας του Αιώνιου Φασισμού ανυπομονεί να πεθάνει. Στην ανυπομονησία του αυτή, συνήθως στέλνει στο θάνατο άλλους ανθρώπους.
Μιας και ο μόνιμος πόλεμος και ο ηρωισμός είναι δύσκολα αθλήματα, ο Αιώνιος Φασισμός μεταφέρει την θέληση του για εξουσία στα σεξουαλικά θέματα. Αυτή είναι η αρχή της φαλλοκρατίας (maschismo), που συνεπάγεται και περιφρόνηση για τις γυναίκες αλλά και την καταδίκη μη τυπικών σεξουαλικών συμπεριφορών, από την αποχή ως την ομοφυλοφιλία. Επειδή ακόμη και το σεξ είναι δύσκολο άθλημα, ο ήρωας του Αιώνιου Φασισμού έχει την τάση να παίζει με όπλα – και αυτό γίνεται υποκατάστατο φαλλικής άσκησης.
Ο Αιώνιος Φασισμός βασίζεται πάνω σε έναν επιλεκτικό λαϊκισμό, ένα ποιοτικό λαϊκισμό θα μπορούσε να πει κάποιος. Σε μια δημοκρατία, οι πολίτες έχουν ατομικά δικαιώματα, αλλά οι πολίτες στο σύνολό τους έχουν πολιτική επίπτωση μόνο από ποσοτική άποψη – κάποιος ακολουθεί τις αποφάσεις της πλειοψηφίας. Για τον Αιώνιο Φασισμό όμως, τα άτομα ως άτομα δεν έχουν δικαιώματα, και το Έθνος αντιμετωπίζεται ως ποιότητα, μια μονολιθική οντότητα που εκφράζει την Κοινή Θέληση. Επειδή καμιά μεγάλη ομάδα ανθρώπινων όντων μπορεί να έχει κοινή θέληση, ο Ηγέτης υποτίθεται πως είναι ο ερμηνευτής της. Έχοντας χάσει την δυνατότητα της αντιπροσώπευσης, οι πολίτες δεν δρουν, καλούνται να παίξουν μόνο το ρόλο του Λαού. Έτσι ο Λαός είναι μόνο θεατρική φαντασία. Για να υπάρξει μια καλή περίπτωση ποιοτικού λαϊκισμού δεν χρειαζόμαστε πιά την Piazza Venezia στη Ρώμη ή το Στάδιο της Νυρεμβέργης. Στο μέλλον μας υπάρχει ένας τηλεοπτικός ή ιντερνετικός λαϊκισμός, στο οποίο η συναισθηματική αντίδραση μιας επιλεγμένης ομάδας πολιτών μπορεί να παρουσιαστεί και να γίνει αποδεκτή ως η Φωνή του Λαού.
Λόγω του ποιοτικού του λαϊκισμού ο Αιώνιος Φασισμός πρέπει να είναι εναντίον των «σάπιων» κοινοβουλευτικών κυβερνήσεων. Μια από τις πρώτες που ξεστόμισε ο Mussolini στο Ιταλικό κοινοβούλιο ήταν «Θα μπορούσα να μετατρέψω αυτό το κουφό και μουγκό μέρος σε στρατόπεδο για τους ουλαμούς μου». Στην πραγματικότητα βρήκε αμέσως καλύτερη στέγη για τους ουλαμούς του, αλλά λίγο αργότερα διέλυσε το κοινοβούλιο. Όποτε ένας πολιτικός εκφράζει αμφιβολία στην νομιμότητα ενός κοινοβουλίου επειδή δεν αντιπροσωπεύει πλέον τη Φωνή του Λαού, μπορούμε να μυρίσουμε τον Αιώνιο Φασισμό.
Ο Αιώνιος Φασισμός μιλά Νιούσπικ (Newspeak). Το Νιούσπικ επινοήθηκε από τον Όργουελ, στο 1984, ως η επίσημη γλώσσα του Ινγκσοκ, του Αγγλικού Σοσιαλισμού. Τα στοιχεία όμως του Αιώνιου Φασισμού είναι κοινά σε διάφορες μορφές δικτατορίας. Όλα τα ναζιστικά και φασιστικά σχολικά εγχειρίδια χρησιμοποιούσαν φτωχό λεξιλόγιο και βασική σύνταξη, ώστε να περιορίσουν τα όργανα για περίπλοκη και κριτική σκέψη. Πρέπει όμως να είμαστε έτοιμοι να αναγνωρίσουμε άλλες μορφές Νιούσπικ, ακόμη και αν παίρνουν την επιφανειακά αθώα μορφή ενός δημοφιλούς τηλεοπτικού προγράμματος.
Το πρωινό της 27ης Ιουλίου 1943, μου είπαν πως σύμφωνα με τα ραδιοφωνικά δελτία, ο φασισμός είχε πέσει και ο Mussolini είχε συλληφθεί. Όταν η μητέρα μου με έστειλε να αγοράσω εφημερίδα, είδα πως οι εφημερίδες στο κοντινότερο περίπτερο είχαν διαφορετικούς τίτλους. Επιπλέον, αφού είδα τους τίτλους, συνειδητοποίησα πως κάθε εφημερίδα έλεγε διαφορετικά πράγματα. Αγόρασα μια από αυτές στα τυφλά, και διάβασα ένα μήνυμα στη πρώτη σελίδα που υπογραφόταν από πέντε ή έξι πολιτικά κόμματα – ανάμεσα τους οι Χριστιανοδημοκράτες, το Κομμουνιστικό Κόμμα, το Σοσιαλιστικό Κόμμα, το Κόμμα Δράσης και το Φιλελεύθερο Κόμμα.
Ως τότε πίστευα υπήρχε ένα κόμμα σε κάθε χώρα και πως στην Ιταλία αυτό ήταν το Εθνικό Φασιστικό Κόμμα. Τώρα ανακάλυπτα πως στη χώρα μου πως μπορούσαν να υπάρχουν ταυτόχρονα πολλά κόμματα. Επειδή ήμουν έξυπνο παιδί, κατάλαβα αμέσως πως τόσα πολλά κόμματα δεν μπορούσαν να γεννηθούν σε μια νύχτα, και έπρεπε να υπάρχουν για κάμποσο καιρό ως μυστικοί οργανισμοί.
Το μήνυμα στη πρώτη σελίδα γιόρταζε το τέλος της δικτατορίας και την επιστροφή της ελευθερίας: ελευθερία του λόγου, του τύπου, της πολιτικής οργάνωσης. Αυτές οι λέξεις, «ελευθερία», «δικτατορία», «ανεξαρτησία» – τώρα τις βλέπω για πρώτη φορά στη ζωή μου. Ξαναγεννήθηκα ως ελεύθερος Δυτικός άνθρωπος από την δύναμη των νέων αυτών λέξεων.
Πρέπει να είμαστε σε επιφυλακή, έτσι ώστε η αίσθηση των λέξεων αυτών να μη ξεχαστεί ξανά. Ο Αιώνιος Φασισμός είναι ακόμη γύρω μας, κάποιες φορές με καθημερινά ρούχα. Θα ήταν πολύ πιο εύκολο, για εμάς, αν κάποιος εμφανιζόταν στη παγκόσμια σκηνή λέγοντας, «Θέλω να ανοίξω ξανά το Άουσβιτς, θέλω τους Μελανοχίτωνες να παρελάσουν ξανά στις Ιταλικές πλατείες». Η ζωή δεν είναι τόσο απλή. Ο Αιώνιος Φασισμός μπορεί να επιστρέψει με την πιο αθώα αμφίεση. Το καθήκον μας είναι να τον ξεσκεπάσουμε και να καταδείξουμε κάθε μια από τις νέες του εκφάνσεις – κάθε μέρα, σε κάθε μέρος του κόσμου. Αξίζει να θυμηθούμε τα λόγια του Franklin Roosvelt, από τις 4 Νοεμβρίου 1938: «Τολμώ να πω πως αν η Αμερικανικη δημοκρατία πάψει να προχωρά προς τα μπρος σαν μια ζωντανή δύναμη, αναζητώντας μέρα και νύχτα πως με ειρηνικό τρόπο να βελτιώσει την μοίρα των πολιτών μας, ο φασισμός θα αυξήσει τη δύναμη του στη χώρα μας». Η ελευθερία και η απελευθέρωση είναι ένα έργο δίχως τέλος.
Share this:
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)