«Τίποτε δεν ευχόμαστε περισσότερο από μια συμφωνία ελεύθερου εμπορίου μεταξύ Ευρώπης και Ηνωμένων Πολιτειών». Αυτό δήλωνε η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, τον Φεβρουάριο του 2013, απόλυτα συντονισμένη τότε με τον Αμερικανό πρόεδρο Μπάρακ Ομπάμα ή τον πρόεδρο της Κομισιόν Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο. Στις αρχές της περασμένης χρονιάς, πολλοί πολιτικοί και οικονομικοί παράγοντες εκθείαζαν την ιδέα μιας διατλαντικής συμφωνίας ελεύθερων συναλλαγών (ΤΤΙΡ), υπολόγιζαν τα πλεονεκτήματά της, μιλούσαν για τη δημιουργία εκατομμυρίων θέσεων εργασίας, για αύξηση του μέσου εισοδήματος των εργαζομένων και για την αύξηση του ΑΕΠ στις δύο πλευρές του Ατλαντικού...
Η ιδέα δεν ήταν καινούργια, είχε εμφανιστεί για πρώτη φορά στις αρχές της δεκαετίας του 1990, με το όνομα «οικονομικό ΝΑΤΟ», αλλά δεν είχε προχωρήσει, καθώς το βάρος των διαπραγματεύσεων είχε πέσει στην ενίσχυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Από τα μέσα του 2013, όμως, και με δέλεαρ τον περιορισμό τής όλο και ισχυρότερης εμπορικής παρουσίας της Κίνας, Βρυξέλλες και Ουάσινγκτον ξεκίνησαν τις πρώτες διαπραγματεύσεις, και δη κεκλεισμένων των θυρών. Την προεργασία την είχε κάνει μια ομάδα εργασίας, με επικεφαλής τον εκπρόσωπο του αμερικανικού εμπορίου Ρον Κιρκ και τον αρμόδιο επίτροπο Κάρελ ντε Γκουχτ, και σχεδόν όλα έμοιαζαν να βαίνουν βάση προγράμματος.
Κανείς δεν έδινε σημασία στους φόβους των οργανώσεων καταναλωτών στην Ευρώπη, ότι με το ΤΤΙΡ θα τρώμε χλωριωμένα κοτόπουλα, κρέας με ορμόνες και μεταλλαγμένα χωρίς σήμανση, ούτε στους αντίστοιχους αμερικανικούς φόβους για την ταχύτητα με την οποία δίνεται άδεια κυκλοφορίας στα ευρωπαϊκά φάρμακα ή για τα κατά καιρούς κρούσματα των τρελών αγελάδων στη γηραιά ήπειρο. «Υπερβολές», ήταν η μονότονη επίσημη αντίδραση, ενώ ο ντε Γκουχτ διαβεβαίωνε ότι «κανένα ευρωπαϊκό στάνταρτ δεν θα θυσιαστεί στον βωμό της συμφωνίας».
Και μετά, το περασμένο καλοκαίρι, ήρθε ο Έντουαρντ Σνόουντεν με τις αποκαλύψεις του για τις αμερικανικές υποκλοπές της NSA όχι μόνο των τηλεφώνων πολιτικών προσώπων στην Ευρώπη, αλλά και εταιρειών - λέγε με "βιομηχανική κατασκοπία"... Πάραυτα, η επίτροπος Δικαιοσύνης Βίβιαν Ρέντινγκ ζήτησε το πάγωμα των διαπραγματεύσεων, αίφνης πολλοί άρχισαν να κοιτάζουν πιο προσεκτικά το περιεχόμενο του ΤΤΙΡ - ενώ και τα μέσα ενημέρωσης έδωσαν επιτέλους σημασία σε ενστάσεις νομικών και οικονομολόγων που μέχρι τότε περνούσαν στα ψιλά.

Bloomsday 16-6-1904.

Τα υπερβολικά δικαιώματα των επενδυτών

Η βασική ένσταση ήταν ότι το ΤΤΙΡ περιορίζει τη δημοκρατία, καθώς δίνει υπερβολικά δικαιώματα στους επενδυτές. Στον βωμό της προστασίας των ξένων επενδύσεων θυσιάζεται το δικαίωμα των εκλεγμένων εκπροσώπων μιας χώρας -βουλευτών και κυβερνώντων- να αλλάζουν πολιτική. Και επιτρέπεται στους επενδυτές που θεωρούν ότι θίγονται τα συμφέροντά τους να προσφεύγουν σε μια διαιτησία που δεν υπόκειται σε κανέναν δημοκρατικό και δημόσιο έλεγχο για να βρουν το δίκιο τους. Με δυο λόγια, η «ζωντανή» συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών -μια συμφωνία, δηλαδή, που θα αναθεωρείται συνεχώς- επιδιώκεται να προβλέπει ότι κάθε σχέδιο νόμου θα πρέπει εκ των προτέρων να ελέγχεται για το αν έχει «σημαντικές επιδράσεις στο διατλαντικό εμπόριο και στις ξένες επενδύσεις». Ένα παράδειγμα: Εάν μια χώρα αποφασίσει ότι επιθυμεί να αλλάξει την περιβαλλοντική της νομοθεσία ή κάποιους νόμους για την προστασία των καταναλωτών, ακόμη και την εργασιακή της νομοθεσία, θα αναγκάζεται να το σκεφτεί δυο φορές, αφού ο ξένος επενδυτής που θεωρεί ότι θίγεται από αυτές τις αλλαγές θα μπορεί ανά πάσα στιγμή να προσφύγει στη διαιτησία και να ζητήσει -εάν δικαιωθεί- αποζημίωση.
Οι συμφωνίες για την προστασία αυτή των επενδυτών δεν είναι καινούργιες. Ιδιαίτερα της μόδας έγιναν στη δεκαετία του 1990, συνήθως σε διμερές επίπεδο, και μέχρι τώρα έχουν υπογραφεί πάνω από 3.200. Οι περισσότερες έμοιαζαν… ακίνδυνες. Προστάτευαν κυρίως τους ξένους επενδυτές από αυθαίρετες απαλλοτριώσεις. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια φάνηκε ότι η προστασία πάει πολύ παραπέρα - και μάλιστα πριν οι πολλές κατακερματισμένες συμφωνίες συγκλίνουν σε μια κεντρική, στο πλαίσιο του ΤΤΙΡ. Το πρώτο παράδειγμα, που έκανε αίσθηση και στην κοινή γνώμη -πολλές περιπτώσεις είναι τόσο τεχνικές ώστε οι κοινοί θνητοί να μην μπορούν να τις αντιληφθούν- έρχεται από τη Γερμανία. Ο σουηδικός ενεργειακός όμιλος Vattenfall ζητεί αποζημίωση από τη γερμανική κυβέρνηση, επειδή μετά την πυρηνική καταστροφή της Φουκουσίμα το Βερολίνο αποφάσισε να δρομολογήσει το κλείσιμο των πυρηνικών εργοστασίων, σε δύο από τα οποία είχε επενδύσει ο όμιλος. Μέχρι στιγμής η διαιτησία δεν έχει βγάλει απόφαση - αλλά θεωρείται πολύ πιθανό να δικαιώσει τη Vattenfall. Αυτά τα «διαιτητικά» δικαστήρια μόνο μία στις τρεις φορές μέχρι τώρα έχουν δικαιώσει κράτη. Και υπάρχει ο φόβος να γίνουν πολύ ισχυρότερα -και οι ανάλογες προσφυγές να γίνουν ψωμοτύρι- εάν υπογραφεί το περιβόητο ΤΤΙΡ, για το οποίο ξεκίνησε τη Δευτέρα στις Βρυξέλλες νέος γύρος διαπραγματεύσεων. Και πάλι κεκλεισμένων των θυρών, και πάλι με ευρεία συμμετοχή από πάσης φύσεως λομπίστες.

«Κερδίζοντας από την κρίση»

Την ίδια μέρα που άρχισαν πάλι οι διαπραγματεύσεις, δόθηκε στη δημοσιότητα και η έρευνα «Profiting from Crisis - How corporations and lawyers are scavenging profits from Europe's crisis» (σ.σ. Κερδίζοντας από την κρίση - πώς οι εταιρείες και οι δικηγόροι βγάζουν κέρδη από την κρίση της Ευρώπης), που έκαναν τα ινστιτούτα Corporate Europe Observatory (CEO) και The Transnational Institute (TNI).
Οι συντάκτες της έρευνας παρουσίασαν μια σειρά από παραδείγματα για τις μηνύσεις που τρέχουν τώρα στην κλυδωνιζόμενη από την κρίση Νότια Ευρώπη, χάρη σε ανάλογες διμερείς συμφωνίες.
Ένα ξεκάθαρο παράδειγμα είναι αυτό της τράπεζας Postova Bank με έδρα τη Σλοβακία. Η τράπεζα έσπευσε να αγοράσει ελληνικά ομόλογα το 2010, αγνοώντας την κρίση, την οποία είχε ήδη βυθιστεί η Ελλάδα, γοητευμένη από τις εξαιρετικά υψηλές αποδόσεις ως αντιστάθμισμα του υψηλού ρίσκου. Όταν έγινε το PSI, τα ελληνικά ομόλογα έχασαν πάνω από το 50% της ονομαστικής αξίας τους. Η συντριπτική πλειονότητα των ιδιωτών επενδυτών αποδέχτηκε το κούρεμα, η Postova ανήκει σ' αυτό το 10% που δεν υπέγραψε. Και βασισμένη σε μια διμερή συμφωνία περί επενδύσεων, έσπευσε να μηνύσει το ελληνικό κράτος στο δικαστήριο διαιτησίας της Παγκόσμιας Τράπεζας...

Οι πολίτες πληρώνουν το μάρμαρο

Η Postova περιμένει να δικαιωθεί, ενώ τον λογαριασμό θα τον πληρώσουν οι καθημαγμένοι Έλληνες πολίτες. Όπως οι Ισπανοί πολίτες καλούνται να πληρώσουν αποζημιώσεις σε γερμανικές και βρετανικές τράπεζες που επένδυσαν στα φωτοβολταϊκά της Ισπανίας και είδαν τα κέρδη τους να μειώνονται μόλις η κυβέρνηση της Μαδρίτης αποφάσισε να μειώσει τις επιδοτήσεις.
«Ήδη σήμερα οι κερδοσκόποι μεταξύ των επενδυτών εκμεταλλεύονται υφιστάμενες συμφωνίες για να λεηλατήσουν τα κρατικά ταμεία των χωρών της κρίσης», υποστηρίζει στη γερμανική Zeit η Πία Έμπερχαρντ, εμπειρογνώμονας για θέματα εμπορίου της CEO. «Εάν, μέσω του ΤΤΙΡ, η Ε.Ε. προσφέρει σε όλες τις εταιρείες αυτά τα υπερβολικά δικαιώματα, τότε πάσχει από ‘πολιτική παράνοια'». Και η συνάδελφός της Σεσίλια Ολιβέ από το ΤΝΙ προσθέτει ότι είναι «άρρωστο» να υποστηρίζει η Κομισιόν τα προνομιακά δικαιώματα των επενδυτών «σε μια εποχή που κλέβει από τους πολίτες της Ευρώπης στοιχειώδη κοινωνικά δικαιώματα».
Η κριτική στο ΤΤΙΡ δεν είναι καινούργια, πλην όμως τα στοιχεία της έρευνας «Κερδίζοντας από την κρίση» είναι εκρηκτικά: Ήδη από τώρα επενδυτές μηνύουν ευρωπαϊκές χώρες για διαφυγόντα κέρδη εξαιτίας των μέτρων που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση της κρίσης, πολλά από τα οποία δεν τα αποφασίζουν καν οι χώρες αυτές, αλλά τους επιβάλλονται από τις τρόικες. Σύμφωνα με την έρευνα, οι αποζημιώσεις που ήδη έχουν ζητηθεί από τις χώρες της κρίσης είναι 1,7 δισεκατομμύρια ευρώ - και έπεται συνέχεια...
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΕΧΕΙ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΕΙ ΑΥΓΗ 16-3-2014