Την 28η Οκτωβρίου το έθνος και ο λαός γιορτάζουν.
Γιορτάζουν το έπος εκείνων των πολλών και των απλών, το πλήθος των πληβείων και των ολίγων -δυστυχώς- ευγενών που έβαλαν πλάτη και στήθος, που
πρόσθεσαν ραχοκοκκαλιά στο ύψος της ύπαρξής μας.
Γιορτάζει ο λαός εν χορδαίς και οργάνω τη μεγαλοσύνη του, στεφανώνει τον τρόπο του και προσφέρει χοές στα προτάγματα εκείνα και τα προστάγματα που συνθέτουν την ιδιοπροσωπία και την αυτογνωσία του. Μεγάλη γιορτή!
Τιμάμε τους νέους με τα «πρησμένα γόνατα που τους έλεγαν αλήτες», που πορεύθηκαν προς το Μέτωπο,
προς τους όλμους και τα πολυβόλα, προς το κρυοπάγημα, τις ψείρες, τα ακρωτηριασμένα πόδια, τον θάνατο του φίλου, του αδελφού, του συντρόφου, προς τον δικόν τους θάνατο,
τιμάμε εκείνους τους νέους, χωριάτες και φοιτητές, εργάτες και γιατρούς που ξεκίνησαν με το χαμόγελο στα χείλη για να συναντήσουν τον τρόμο, το αίμα, την αγωνία, την πείνα, αυτούς
που το χαμόγελό τους πάγωσε μπροστά στο βόλι, μέσα στο χιόνι, αυτούς που νίκησαν τον φόβο κι εκείνους που δεν τον νίκησαν.
Ηχούσαν οι σειρήνες, πολλά απ’ τα πλουσιόπαιδα έτρεχαν στο Φρουραρχείο να πάρουν αναβολή, «χαρτιά» να φύγουν στο εξωτερικό, ο πολύς λαός παρουσιαζόταν στα έμπεδα και τα στρατόπεδα να πάρει φύλλο πορείας για τις μονάδες του κι ύστερα για το Μέτωπο,
μια πομπή των Παναθηναίων από βοσκούς και ποιητές, διότι αυτό έγινε! με την επιστράτευση, με το προσκλητήριο της Ελλάδας στα παιδιά της, μέσα απ’ τη δικτατορία αναδύθηκε η Δημοκρατία - των «στρατιωτών οι τάξεις που πήγαιναν να πολεμήσουν τον Δάτι και τον Αρταφέρνη», οι πολίτες οπλίτες,
οι ήρωες και τα θύματα, οι άγιοι και οι αμαρτωλοί, σφάγιο όλοι στον βωμό ενός δίκαιου αμυντικού πολέμου, όλοι οι Ελληνες (πλην ολίγων ριψάσπιδων που αργότερα θα γίνονταν δωσίλογοι) κάτω απ’ το πρόσταγμα του Εκτορα, αμύνεσθαι περί πάτρης - «θα πολεμήσουμε από σπίτι σε σπίτι κι από αυλή σε αυλή», έγραφε στο γράμμα του ο Ζαχαριάδης, κι έφευγαν
οι πατέρες μας του σκοτωμού, όμως εορταστικοί, ως άλλη πομπή των Παναθηναίων, για εκεί που η ψείρα δεν θα τους άφηνε να λούζονται όπως οι Σπαρτιάτες πριν τη μάχη, αλλά απλώς να πεθαίνουν όπως ο Διάκος και ο Καραϊσκάκης· για να νικήσουν και να μη χαθούμε.
Οι περισσότεροι δεν ήξεραν να λένε μεγάλες κουβέντες σαν αυτές που γράφει τώρα η αφεντιά μου - αν τους ρωτούσες μετά τον πόλεμο
τους επιζώντες που επέστρεψαν έχοντας μέσα στην καρδιά τους τους πεσόντες «γιατί πολεμήσατε;», σου απαντούσαν κάτι πράγματα απλά: «γιατί μας το ζήτησαν», σαν να ήθελαν να πουν: «για την ελευθερία».
Ή «γιατί έτσι έπρεπε», σαν να ήθελαν να πουν: «έτσι μας έτυχε». Ή πάλι, δεν μιλούσαν καθόλου και σε κοίταζαν με τα μεγάλα μάτια τους, μάτια σαν της Αθηνάς ή της Μεγαλόχαρης, αφήνοντας αυτά τα μάτια να σου αφηγηθούν την ιστορία,
μάτια κι αυτά ίδια με τα φαγιούμ - μάτια των πεσόντων που μας κοιτούν απ’ τις οικογενειακές φωτογραφίες.
Μεγάλη λοιπόν η γιορτή και η Δημοκρατία έχει πάντα ανάγκη τις τελετές της για να υπενθυμίζει στους πολίτες ποιοι πραγματικά είναι ή ποιοι οφείλουν να είναι, να γίνονται και να μένουν.
Ακόμα και αν σε φθηνούς δεκάρικους ή ρηχές υποκρισίες έχει συχνά εκπέσει η γιορτή, και πάλι απαραίτητη είναι - διότι πάντοτε έρχεται κάποτε η στιγμή που η τελετή ανακτά το νόημά της
και, όταν ο λαός το έχει ανάγκη, το ανακτά.
Βάζει λοιπόν κάθε τέτοια ιερή ημέρα η Ιστορία τα καλά της, χτενίζει ίσια τη χωρίστρα στα παιδιά της κι έρχεται στη γιορτή
σαν αρχαίος ραψωδός να αφηγηθεί, σαν Σουλιώτισσα να χορέψει, σαν βυζαντινός καλόγερος να ψάλει, σαν Αρβανίτης γλεντοκόπος να φάει τα κοψίδια της, να πιει το κρασί της και σαν τον Τσώρτσιλ να μας πει ότι «οι ήρωες πολεμούν σαν Ελληνες» (κι ας τους άλλαξα ύστερα τον αδόξαστο στα Δεκεμβριανά). Πλην όμως,
πρώτα απ’ όλα, εσείς οι Ελληνες ξέρετε να γιορτάζετε τα πένθη σας. Οι νίκες (που θα γίνουν ήττες) και οι ήττες (που θα γίνουν νίκες) δεν έχουν καμμιά σημασία χωρίς τα πένθη που είναι η μνήμη τους.
«Ποια εξαγορά να υπάρχει μιας και το αίμα στο χώμα χυθεί;», ρωτούσε ο Αισχύλος - φοβάμαι, καμμία. Τίποτα δεν μπορεί να αναστήσει αυτόν που πέφτει και ουδέν άλλο αφήνει πίσω του παρά μόνον την αξία του σκοπού για τον οποίον έπεσε, εν προκειμένω αυτό
το «πνεύμα του Μετώπου» που γέννησε ύστερα, αμέσως μετά, την εποποιία της Εθνικής Αντίστασης - «αυτή η πεζούλα είναι η πατρίδα μας», έλεγε ο Αρης Βελουχιώτης, «αυτά τα μάρμαρα», έλεγε ο Μακρυγιάννης, η λάσπη και τα γουρνοτσάρουχα που έμαθαν στον Μπάυρον ότι η εξιδανικευμένη αρχαιότης δεν έπιανε μία μπροστά στη λαχτάρα του κλεφτοκοτά για λίγη αξιοπρέπεια. Διότι αυτή είναι η μεγάλη αξία της θυσίας του Λόρδου Βύρωνος: ότι ήρθε, είδε, άρχισε να αμφιβάλλει κι όμως εννόησε.
Μεγάλη λοιπόν η γιορτή ανήμερα 28 Οκτώβρη κάθε χρονιάς. Οι Γυναίκες της Πίνδου, οι μάνες, οι αδελφές, οι σύζυγοι, οι νοσοκόμες επικεφαλής στην πομπή των Παναθηναίων με τσάμικα, γέλια και κλάματα, με το πέπλο της Προμάχου στα χέρια και να τις ακολουθεί από κοντά ο λαμπρός λαός,
διότι, μην ξεχνάμε, ο λαός είναι που κάνει τη διαφορά, ο λαός είναι που δίνει νόημα στη γιορτή,
αυτός που κρατάει τη σημαία είναι που της δίνει το νόημά της, άλλο η σημαία στα χέρια του Παπαφλέσσα κι άλλο στα χέρια ταγματασφαλίτη συνεργάτη των Ναζί. Αλλο η σημαία στα χέρια του αντάρτη παπά και του ελεύθερου πολιορκημένου στο Πολυτεχνείο κι άλλο στα χέρια του αληταρά που χαιρετά φασιστικά.
Σε αυτήν τη γιορτή του έθνους και του λαού δεν υπάρχει χώρος για προδότες και για επιγόνους των προδοτών - ας λουφάξουν.
Τέτοια μέρα γιορτάζουν οι Αθηναίοι Εφηβοι και ο Ιερός Λόχος των Θηβαίων. Γιορτάζουν οι Θεσπιείς, οι Αλεξανδρινοί γραμματικοί και οι μάρτυρες της Τουρκοκρατίας - στη
γιορτή την εξουσία την έχει ο λαός και στεφανώνει Κάλβο, Σολωμό, Καβάφη, Ρίτσο, Ελύτη και στέφεται ίδιος γράμματα και θρύλους, παλιές επιστολές και εικονίσματα, παρακαταθήκες και κληρονομιές, στη γιορτή αυτή μυρίζει μπαρούτι και κατορθώματα, γιαγιάδες που αφηγούνται ιστορίες για διωγμούς και καταστροφές, έρωτες που έσπασαν στα δυο, φοίνικες που ξαναγεννήθηκαν -παραμύθια ελαφροΐσκιωτα, φυλαχτά, που εξ απαλών ονύχων στρατεύουν σε στράτες καλές κι αγαθές τους ανθρώπους- χιλιοειπωμένα πράγματα, τα λέω κι εγώ άλλη μια φορά κι όσο ζω θα τα λέω.
Αλλωστε, αυτό είναι η γιορτή: μια επανάληψη του καλού που το διδάσκει απ’ την αρχή...
email: stathis@enikos.gr
23-10-2012
Γιορτάζουν το έπος εκείνων των πολλών και των απλών, το πλήθος των πληβείων και των ολίγων -δυστυχώς- ευγενών που έβαλαν πλάτη και στήθος, που
πρόσθεσαν ραχοκοκκαλιά στο ύψος της ύπαρξής μας.
Γιορτάζει ο λαός εν χορδαίς και οργάνω τη μεγαλοσύνη του, στεφανώνει τον τρόπο του και προσφέρει χοές στα προτάγματα εκείνα και τα προστάγματα που συνθέτουν την ιδιοπροσωπία και την αυτογνωσία του. Μεγάλη γιορτή!
Τιμάμε τους νέους με τα «πρησμένα γόνατα που τους έλεγαν αλήτες», που πορεύθηκαν προς το Μέτωπο,
προς τους όλμους και τα πολυβόλα, προς το κρυοπάγημα, τις ψείρες, τα ακρωτηριασμένα πόδια, τον θάνατο του φίλου, του αδελφού, του συντρόφου, προς τον δικόν τους θάνατο,
τιμάμε εκείνους τους νέους, χωριάτες και φοιτητές, εργάτες και γιατρούς που ξεκίνησαν με το χαμόγελο στα χείλη για να συναντήσουν τον τρόμο, το αίμα, την αγωνία, την πείνα, αυτούς
που το χαμόγελό τους πάγωσε μπροστά στο βόλι, μέσα στο χιόνι, αυτούς που νίκησαν τον φόβο κι εκείνους που δεν τον νίκησαν.
Ηχούσαν οι σειρήνες, πολλά απ’ τα πλουσιόπαιδα έτρεχαν στο Φρουραρχείο να πάρουν αναβολή, «χαρτιά» να φύγουν στο εξωτερικό, ο πολύς λαός παρουσιαζόταν στα έμπεδα και τα στρατόπεδα να πάρει φύλλο πορείας για τις μονάδες του κι ύστερα για το Μέτωπο,
μια πομπή των Παναθηναίων από βοσκούς και ποιητές, διότι αυτό έγινε! με την επιστράτευση, με το προσκλητήριο της Ελλάδας στα παιδιά της, μέσα απ’ τη δικτατορία αναδύθηκε η Δημοκρατία - των «στρατιωτών οι τάξεις που πήγαιναν να πολεμήσουν τον Δάτι και τον Αρταφέρνη», οι πολίτες οπλίτες,
οι ήρωες και τα θύματα, οι άγιοι και οι αμαρτωλοί, σφάγιο όλοι στον βωμό ενός δίκαιου αμυντικού πολέμου, όλοι οι Ελληνες (πλην ολίγων ριψάσπιδων που αργότερα θα γίνονταν δωσίλογοι) κάτω απ’ το πρόσταγμα του Εκτορα, αμύνεσθαι περί πάτρης - «θα πολεμήσουμε από σπίτι σε σπίτι κι από αυλή σε αυλή», έγραφε στο γράμμα του ο Ζαχαριάδης, κι έφευγαν
οι πατέρες μας του σκοτωμού, όμως εορταστικοί, ως άλλη πομπή των Παναθηναίων, για εκεί που η ψείρα δεν θα τους άφηνε να λούζονται όπως οι Σπαρτιάτες πριν τη μάχη, αλλά απλώς να πεθαίνουν όπως ο Διάκος και ο Καραϊσκάκης· για να νικήσουν και να μη χαθούμε.
Οι περισσότεροι δεν ήξεραν να λένε μεγάλες κουβέντες σαν αυτές που γράφει τώρα η αφεντιά μου - αν τους ρωτούσες μετά τον πόλεμο
τους επιζώντες που επέστρεψαν έχοντας μέσα στην καρδιά τους τους πεσόντες «γιατί πολεμήσατε;», σου απαντούσαν κάτι πράγματα απλά: «γιατί μας το ζήτησαν», σαν να ήθελαν να πουν: «για την ελευθερία».
Ή «γιατί έτσι έπρεπε», σαν να ήθελαν να πουν: «έτσι μας έτυχε». Ή πάλι, δεν μιλούσαν καθόλου και σε κοίταζαν με τα μεγάλα μάτια τους, μάτια σαν της Αθηνάς ή της Μεγαλόχαρης, αφήνοντας αυτά τα μάτια να σου αφηγηθούν την ιστορία,
μάτια κι αυτά ίδια με τα φαγιούμ - μάτια των πεσόντων που μας κοιτούν απ’ τις οικογενειακές φωτογραφίες.
Μεγάλη λοιπόν η γιορτή και η Δημοκρατία έχει πάντα ανάγκη τις τελετές της για να υπενθυμίζει στους πολίτες ποιοι πραγματικά είναι ή ποιοι οφείλουν να είναι, να γίνονται και να μένουν.
Ακόμα και αν σε φθηνούς δεκάρικους ή ρηχές υποκρισίες έχει συχνά εκπέσει η γιορτή, και πάλι απαραίτητη είναι - διότι πάντοτε έρχεται κάποτε η στιγμή που η τελετή ανακτά το νόημά της
και, όταν ο λαός το έχει ανάγκη, το ανακτά.
Βάζει λοιπόν κάθε τέτοια ιερή ημέρα η Ιστορία τα καλά της, χτενίζει ίσια τη χωρίστρα στα παιδιά της κι έρχεται στη γιορτή
σαν αρχαίος ραψωδός να αφηγηθεί, σαν Σουλιώτισσα να χορέψει, σαν βυζαντινός καλόγερος να ψάλει, σαν Αρβανίτης γλεντοκόπος να φάει τα κοψίδια της, να πιει το κρασί της και σαν τον Τσώρτσιλ να μας πει ότι «οι ήρωες πολεμούν σαν Ελληνες» (κι ας τους άλλαξα ύστερα τον αδόξαστο στα Δεκεμβριανά). Πλην όμως,
πρώτα απ’ όλα, εσείς οι Ελληνες ξέρετε να γιορτάζετε τα πένθη σας. Οι νίκες (που θα γίνουν ήττες) και οι ήττες (που θα γίνουν νίκες) δεν έχουν καμμιά σημασία χωρίς τα πένθη που είναι η μνήμη τους.
«Ποια εξαγορά να υπάρχει μιας και το αίμα στο χώμα χυθεί;», ρωτούσε ο Αισχύλος - φοβάμαι, καμμία. Τίποτα δεν μπορεί να αναστήσει αυτόν που πέφτει και ουδέν άλλο αφήνει πίσω του παρά μόνον την αξία του σκοπού για τον οποίον έπεσε, εν προκειμένω αυτό
το «πνεύμα του Μετώπου» που γέννησε ύστερα, αμέσως μετά, την εποποιία της Εθνικής Αντίστασης - «αυτή η πεζούλα είναι η πατρίδα μας», έλεγε ο Αρης Βελουχιώτης, «αυτά τα μάρμαρα», έλεγε ο Μακρυγιάννης, η λάσπη και τα γουρνοτσάρουχα που έμαθαν στον Μπάυρον ότι η εξιδανικευμένη αρχαιότης δεν έπιανε μία μπροστά στη λαχτάρα του κλεφτοκοτά για λίγη αξιοπρέπεια. Διότι αυτή είναι η μεγάλη αξία της θυσίας του Λόρδου Βύρωνος: ότι ήρθε, είδε, άρχισε να αμφιβάλλει κι όμως εννόησε.
Μεγάλη λοιπόν η γιορτή ανήμερα 28 Οκτώβρη κάθε χρονιάς. Οι Γυναίκες της Πίνδου, οι μάνες, οι αδελφές, οι σύζυγοι, οι νοσοκόμες επικεφαλής στην πομπή των Παναθηναίων με τσάμικα, γέλια και κλάματα, με το πέπλο της Προμάχου στα χέρια και να τις ακολουθεί από κοντά ο λαμπρός λαός,
διότι, μην ξεχνάμε, ο λαός είναι που κάνει τη διαφορά, ο λαός είναι που δίνει νόημα στη γιορτή,
αυτός που κρατάει τη σημαία είναι που της δίνει το νόημά της, άλλο η σημαία στα χέρια του Παπαφλέσσα κι άλλο στα χέρια ταγματασφαλίτη συνεργάτη των Ναζί. Αλλο η σημαία στα χέρια του αντάρτη παπά και του ελεύθερου πολιορκημένου στο Πολυτεχνείο κι άλλο στα χέρια του αληταρά που χαιρετά φασιστικά.
Σε αυτήν τη γιορτή του έθνους και του λαού δεν υπάρχει χώρος για προδότες και για επιγόνους των προδοτών - ας λουφάξουν.
Τέτοια μέρα γιορτάζουν οι Αθηναίοι Εφηβοι και ο Ιερός Λόχος των Θηβαίων. Γιορτάζουν οι Θεσπιείς, οι Αλεξανδρινοί γραμματικοί και οι μάρτυρες της Τουρκοκρατίας - στη
γιορτή την εξουσία την έχει ο λαός και στεφανώνει Κάλβο, Σολωμό, Καβάφη, Ρίτσο, Ελύτη και στέφεται ίδιος γράμματα και θρύλους, παλιές επιστολές και εικονίσματα, παρακαταθήκες και κληρονομιές, στη γιορτή αυτή μυρίζει μπαρούτι και κατορθώματα, γιαγιάδες που αφηγούνται ιστορίες για διωγμούς και καταστροφές, έρωτες που έσπασαν στα δυο, φοίνικες που ξαναγεννήθηκαν -παραμύθια ελαφροΐσκιωτα, φυλαχτά, που εξ απαλών ονύχων στρατεύουν σε στράτες καλές κι αγαθές τους ανθρώπους- χιλιοειπωμένα πράγματα, τα λέω κι εγώ άλλη μια φορά κι όσο ζω θα τα λέω.
Αλλωστε, αυτό είναι η γιορτή: μια επανάληψη του καλού που το διδάσκει απ’ την αρχή...
email: stathis@enikos.gr
23-10-2012
Το μενού των φασιστών τοκογλύφων |
ΚΟΚΚΙΝΙΑ 315 ΤΟΥΦΕΚΙΣΜΕΝΟΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΧΙΤΛΕΡΙΚΟΥΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΝΤΟΠΙΟΥΣ ΔΗΜΙΟΥΣ πλυτζανόπουλο,σγούρο,βατράνη. ΔΙΣΤΟΜΟ 228 ΑΜΑΧΟΙ ΣΚΟΤΩΜΕΝΟΙ. ΚΑΜΜΕΝΟ ΑΡΤΑΣ ΤΟ 1943 317 ΣΦΑΓΙΑΣΘΕΝΤΕΣ ΤΑ 97 ΜΩΡΑ! ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ ΚΑΙ ΓΥΡΩ ΧΩΡΙΑ 643 ΕΚΤΕΛΕΣΜΕΝΟΙ.
ΑπάντησηΔιαγραφή