Newsletter , about physician without therapy and some others. Politics, science , human rights.Earth, Society, Travel.
Κυριακή 28 Μαρτίου 2021
Μαρκος Μποτσαρης
Ο Μάρκος Μπότσαρης (Σούλι Θεσπρωτίας, 1790 - Καρπενήσι Ευρυτανίας, 9 Αυγούστου 1823) ήταν Έλληνας οπλαρχηγός της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και καπετάνιος των Σουλιωτών. Για τις συνολικές του υπηρεσίες και τη μεγάλη συνεισφορά του στον αγώνα, μετά θάνατον έλαβε τιμητικά τον στρατιωτικό βαθμό του Στρατηγού.
Πίνακας περιεχομένων
Πρώτα χρόνια
Ήταν ο πέμπτος γιος του Κίτσου Μπότσαρη και της Χριστίνας Παπαζώτου-Γιώτη. Ο πατέρας του, όπως και ο παππούς του Γιώργης Μπότσαρης, υπήρξαν από τις επιφανέστερες μορφές της περιοχής του Σουλίου στην Ήπειρο. Ύστερα από την πτώση του Σουλίου, πήγε στην Κέρκυρα μαζί και με άλλους Σουλιώτες όπου κατατάχτηκε ως υπαξιωματικός στο σώμα των Ηπειρωτών και Σουλιωτών που συγκρότησαν οι Γάλλοι. Μετά την ήττα των Γάλλων εναντίον των Άγγλων (1811) επέστρεψε στην Ήπειρο όπου έχασε τον πατέρα του το 1813.[3] Το 1815 ο Αλή Πασάς τον διόρισε αρματολό στο Κακόλακκο Πωγωνίου, στον παλιό πύργο του Κουρτ Πασά. Έμεινε στο Κακόλακο έως το 1820 τότε δηλαδή που ο Αλή πολιορκήθηκε από τον Ισμαήλ Πασόμπεη.[3]
Δράση του Μάρκου Μπότσαρη
Ο Μάρκος Μπότσαρης
Έργο του Τζοβάνι Μπότζι
Η σημαία του Μάρκου Μπότσαρη.
Δράση στην Ήπειρο (1820-1821)
O Μάρκος Μπότσαρης, μαζί με τον θείο του, τον Νότη, αγωνιζόταν στο πλευρό των σουλτανικών δυνάμεων εναντίον του τυράννου της Ηπείρου, του Αλή Πασά, επειδή είχαν πάρει την υπόσχεση ότι θα ξαναγυρνούσαν στην ιδιαίτερη πατρίδα τους.[4] Βλέποντας ότι οι Οθωμανοί αθετούσαν την υπόσχεση τους, όταν ο Αλή Πασάς πολιορκήθηκε από τα σουλτανικά στρατεύματα στα τέλη Οκτωβρίου του 1820, ο Μπότσαρης ήρθε σε συνεννόηση μαζί του και ζήτησε τον επαναπατρισμό των Σουλιωτών, με αντάλλαγμα να βοηθήσουν τον Αλή στον αγώνα εναντίον των στρατευμάτων του Σουλτάνου, πράγμα που έγινε. Ο Μπότσαρης, επικεφαλής 300-350 ανδρών, εμφανίστηκε επί του όρους Σατοβέτζας, απέναντι από το σουλτανικό στρατόπεδο και επιτέθηκε εναντίον των Τούρκων (5 Δεκεμβρίου 1820).[4] Κατόπιν κατέλαβε το φρούριο των Βαριάδων και οχυρώθηκε σε αυτό (7 Δεκεμβρίου 1820). Από εκεί, επικεφαλής 200 ιππέων, προσέβαλε μία σουλτανική εφοδιοπομπή στις Κόμψαδες (22 Δεκεμβρίου 1820).[4] Αμέσως μετά κατέλαβε τη θέση Πέντε Πηγάδια και συνέτριψε μία δύναμη 5.000 Αλβανών που εστάλη εναντίον του. Τους επόμενους μήνες άρχισε διαπραγματεύσεις με τους Τούρκους και τους Αλβανούς ώσπου τον Μάρτιο του 1821 να έρθει στην Ήπειρο ο Χριστόφορος Περραιβός και να ενημερώσει τους Σουλιώτες για την επικείμενη επανάσταση.[4]
Όταν ξέσπασε η Επανάσταση, νίκησε τους Τούρκους στη Βογόρτσα και στα Δερβίζιανα, όπου εξόντωσε ένα ισχυρό μισθοφορικό σώμα με ένα απίστευτο τέχνασμα.[4] Καταλήφθηκαν τα Λέλοβα, η Καντσά και το παραθαλάσσιο φρούριο της Ρηνιάσας.[4] Στις αρχές Μαΐου απειλήθηκε και η ίδια η Πρέβεζα.[4] Στη συνέχεια, επιτέθηκε με 600 πολεμιστές σε δύο χιλιάδες γενίτσαρους που στάθμευαν στους Δραμεσούς, κατέλαβε τα Κοσμηρά, δύο ώρες μακριά από τα Ιωάννινα και νίκησε τον Ισμαήλ Πασά στο μοναστήρι της Ραψίνας. [5]Ακολούθησαν οι νικηφόρες μάχες στο Κομπότι (3 Ιουλίου 1821), στους Βαριάδες (14 Ιουλίου 1821), όπου εκδίωξε τους Τούρκους από το φρούριο που μόλις είχαν καταλάβει, και στην Πλάκα (17 Ιουλίου 1821) όπου χάρη στην αποφασιστικότητα του και την ορμητική του επίθεση με 125 άντρες στοίχισε τους Τούρκους πάνω από διακόσιους νεκρούς.[6][7] Ένα μήνα αργότερα διέλυσε τις υπέρτερες εχθρικές δυνάμεις στις Κομψάδες και συμμετείχε στη πολιορκία της Άρτας η οποία άρχισε στις 12 Νοεμβρίου και τέλειωσε άδοξα στις 4 Δεκεμβρίου 1821.[8]
Μάχη του Πέτα και υπεράσπιση του Μεσολογγίου (1822)
Την άνοιξη του 1822 το Σούλι πολιορκήθηκε από τους Τούρκους και ο Μπότσαρης ζήτησε βοήθεια από τους οπλαρχηγούς της Στερεάς Ελλάδας. Έλαβε μέρος στην εκστρατεία του Μαυροκορδάτου στην Ήπειρο η οποία απέτυχε ολοσχερώς στις μάχες της Πλάκας και του Πέτα (4 Ιουλίου 1822), κι έτσι τους επόμενους μήνες το Σούλι παραδόθηκε.[9] Βρέθηκε μεταξύ των υπερασπιστών του Μεσολογγίου στην πρώτη του πολιορκία στα τέλη του 1822, όπου παρέσυρε τους Τούρκους σε πλαστές συνομιλίες (τις λεγόμενες "καπάκια") και έδωσε χρόνο στους πολιορκημένους να ενισχύσουν τις οχυρώσεις. Τα Χριστούγεννα υπερασπίστηκε με μόνο 35 άνδρες το τείχος της πόλης από τα στρατεύματα του Ομέρ Βρυώνη. Τότε με παρέμβαση του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου του έδωσαν τον τίτλο του στρατηγού της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Μάλιστα το γεγονός αυτό προκάλεσε την αντιζηλία των άλλων οπλαρχηγών κάτι το οποίο εξόργισε τον Μπότσαρη, ο οποίος μπροστά τους έσκισε το χαρτί του διορισμού του λέγοντας: "Όποιος είναι άξιος παίρνει το δίπλωμα με το σπαθί του από τον πασά!". Αυτή η μεγαλοπρεπής πράξη του αποδεικνύει την ανιδιοτέλειά του και την αγάπη του για την πατρίδα.[10]
Μάχη στο Κεφαλόβρυσο, ο θάνατός του και η κηδεία του (1823)
Το καλοκαίρι του 1823 προσπάθησε να ανακόψει το δρόμο στα τούρκικα στρατεύματα που επέδραμαν προς τη δυτική Ρούμελη. Στις αρχές Ιουλίου ο Μουσταής πασάς, επικεφαλής 15.000 επίλεκτων ανδρών, εκστράτευσε εναντίον της Επανάστασης και σύντομα κατέφθασε ο Ομέρ πασάς και ο Σούλτζη Κόρτσα με τα πολυάριθμα στρατεύματα τους.[10] Ο Μπότσαρης, τη νύχτα της 8-9 Αυγούστου,[10] μαζί με τον Κίτσο Τζαβέλα και άλλους 450 Σουλιώτες, επιτέθηκε κατά της εμπροσθοφυλακής των εχθρών, που είχαν στρατοπεδεύσει στο Κεφαλόβρυσο του Καρπενησίου, στη μάχη που έμεινε γνωστή ως Μάχη του Κεφαλόβρυσου. Παρά τον αρχικά ελαφρύ τραυματισμό του, συνέχισε να πολεμάει και κατάφερε να νικήσει τους Τουρκαλβανούς. Όμως μια εχθρική σφαίρα έπληξε το μάτι του. Ιστορικοί αναφέρουν πως τότε ο Μπότσαρης είπε πριν ξεψυχήσει: «Αδέλφια, με βάρεσαν». Εκείνη τη στιγμή, οι Σουλιώτες, αν και νικούσαν, διέκοψαν τον αγώνα για να παραλάβουν τον νεκρό αρχηγό τους και τα λάφυρα. Οι Σουλιώτες σκότωσαν εκατοντάδες εχθρούς χωρίς όμως να καταφέρουν να σταματήσουν την τουρκική προέλαση. Μεταφέροντας το σώμα του Μπότσαρη προς το Μεσολόγγι όπου τελικά τον ενταφίασαν, σταμάτησαν για λίγο στον νάρθηκα της Μονής Προυσσού όπου ευρισκόταν ο Γεώργιος Καραϊσκάκης κατάκοιτος. Αυτός τον ασπάστηκε λέγοντας "Άμποτε ήρωα Μάρκο, κι' εγώ από τέτοιο θάνατο να πάω".[11]
Ο νεκρός μεταφέρθηκε στο Μεσολόγγι με θριαμβική πομπή που περιγράφει και ο Πουκεβίλ. Του θριάμβου προηγούνταν Τούρκοι αιχμάλωτοι, ακολουθούσαν οι αιχμαλωτισμένοι ίπποι των αξιωματικών με πολύτιμα επισάγματα και πενήντα τέσσερις σημαίες των εχθρών. Ο νεκρός Μάρκος ήταν καλυμμένος με γαλάζια χλαμύδα. Ακολουθούσαν τα λάφυρα που ήταν ζώα, όπλα, σκηνές, πολεμοφόδια και άλλα στρατιωτικά εφόδια και το ταμείο των εχθρών.[12] Η κηδεία ξεκίνησε το απομεσήμερο, από το οίκημα του Επάρχου Κωνσταντίνου Μεταξά, για να δειχθεί ότι τον κηδεύει το Έθνος[13]. Η επικήδεια τελετή έγινε στον ναό Αγίου Νικολάου των προμαχώνων. Για τον θάνατο του Μπότσαρη γράφηκαν πολλά έντεχνα ποιήματα και δημοτικά τραγούδια, ενώ φιλοτεχνήθηκαν και πίνακες ζωγραφικής. Μεταξύ των άλλων ο Διονύσιος Σολωμός έγραψε ποίημα όπου παρομοιάζει την συρροή των Ελλήνων στην κηδεία του Μπότσαρη με την συρροή των Τρώων στην ταφή του Έκτορα.[14]
Μετά την ηρωική Έξοδο και την κατάληψη του Μεσολογγίου από τους Οθωμανούς, οι Τουρκαλβανοί άνοιξαν τον τάφο του Μπότσαρη αναζητώντας τα πολύτιμα όπλα του.[15]
Kαλλιτεχνικές απεικονίσεις του θάνατου του Μπότσαρη
Ο θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη
Πίνακας από τον Ludovico Lipparini, που βρίσκεται στο μουσείο της Τεργέστης στην Ιταλία.
Ο Μπότσαρης αποθνήσκει στο Καρπενήσι. Έγχρωμη λιθογραφία. Πέτερ φον Ες.
Ο θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη, Μελανογραφία του Αθανασίου Ιατρίδη (4542). Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.
Εθνικός ήρωας
Ο τάφος του Μάρκου Μπότσαρη στο Μεσολόγγι, φιλοτεχνημένος από τον Γάλλο γλύπτη David d'Angers. Το επίγραμμα γράφηκε από τον καθηγητή πανεπιστημίου Δ. Σεμιτέλο.
Άγαλμα του Μάρκου Μπότσαρη (έργο της Νίνας Εμπειρίκου - 1937) στο Πεδίον το Άρεως.
Ο Μάρκος Μπότσαρης έμεινε στην ιστορία για την ανδρεία του και τη σημαντική συμβολή του στον Αγώνα για την ανεξαρτησία των Ελλήνων και δίκαια θεωρείται μεγάλος εθνικός ήρωας.
Πολλοί Φιλέλληνες που επισκέφθηκαν την Ελλάδα, θαύμασαν την ανδρεία του Μπότσαρη, ενώ πολλοί ποιητές έγραψαν ποιήματα γι' αυτόν. Ο Φιτς-Γκριν Χάλλικ, Αμερικάνος ποιητής, έγραψε ένα ποίημα με τίτλο MARCO BOZZARIS,[16] ενώ ο Ελβετός ποιητής Τζαστ Ολίβιερ έγραψε επίσης ένα ποίημα-έπαινο προς τιμήν του, το 1825.[17] Επίσης ο εθνικός ποιητής της Ελλάδας, ο Διονύσιος Σολωμός, αφιέρωσε μία από τις ωδές του στο Μάρκο Μπότσαρη. Ο Ζακύνθιος μουσουργός Παύλος Καρρέρ συνέθεσε το 1858 την όπερα Μάρκος Βότζαρης [Marco Bozzari], σε λιμπρέτο του Ιταλού ποιητή Giovanni Caccialupi, η οποία παρουσιάστηκε με μεγάλη επιτυχία σε όλα τα γνωστά ελληνικά θέατρα του 19ου αιώνα, από λυρικά σχήματα όπως ο Ελληνικός Μελοδραματικός Θίασος.[18] Από την όπερα αυτή ιδιαίτερα δημοφιλής έχει καταστεί η άρια του Μάρκου "Εγέρασα, μωρές παιδιά", ευρύτερα γνωστή και ως "Γερο-Δήμος".[19] Ένας σταθμός του μετρό του Παρισιού (σταθμός Botzaris) έχει ονομαστεί προς τιμήν του. Αναφέρεται ότι ήδη το 1825 υπήρχε λαϊκό-σχολικό δράμα για τον Μάρκο Μπότσαρη γραμμένο από την Ευανθία Καΐρη, το οποίο διαρκούσης της Επανάστασης διδασκόταν σε όποια σχολεία το επέτρεπαν οι συνθήκες (αναφέρεται η Τήνος) για να τονώνεται το αίσθημα υπέρ της ελευθερίας.[20]
Απόγονοι
Ο Μάρκος Μπότσαρης είχε παντρευτεί τη Χρυσούλα Καλόγερου και έκανε μαζί της πέντε παιδιά από τα οποία μόνο τα δύο επιβίωσαν όσο ο Μπότσαρης ήταν εν ζωή.[εκκρεμεί παραπομπή] Ο γιος του, Δημήτριος Μπότσαρης, ο οποίος γεννήθηκε το 1814, έγινε στρατιωτικός και διατέλεσε Υπουργός Στρατιωτικών το 1859 και 1866-1877, ενώ οργάνωσε το Μετοχικό Ταμείο Στρατού. Πέθανε στις 17 Αυγούστου 1871 στην Αθήνα. Η κόρη του Μπότσαρη, Κατερίνα "Ρόζα" Μπότσαρη, γεννημένη στο Σούλι το 1818, ήταν στην υπηρεσία της Βασίλισσας της Ελλάδος Αμαλίας.
Το ελληνο-αρβανίτικο λεξικό
Σε ηλικία 19 ετών, ενώ ζούσε στην Κέρκυρα, ο Μάρκος Μπότσαρης κατά παραγγελία του Πουκεβίλ και με τη βοήθεια μεγαλυτέρων του συνέγραψε ένα ελληνο-αρβανίτικο γλωσσάριο.[21] Αποτελεί μάλιστα το πρώτο ελληνο-αρβανίτικο λεξικό.[22] Η ονομασία του έργου αυτού όπου και ο ίδιος ο Μπότσαρης το επιγράφει έτσι είναι "Λεξικόν της Ρωμαϊκής και Αρβανητηκής Απλής". Το χειρόγραφο αφιερώθηκε από τον Πουκεβίλ στην Εθνική Βιβλιοθήκη των Παρισίων και φέρει την ιδιόγραφη σημείωση "Ce lexique est écrit de la main de Marc Botzaris à Corfou en 1809 devant moi. Pouqueville".[23] Το ίδιο χειρόγραφο περιλαμβάνει και ένα είδος ελληνο-αλβανικής μεθόδου άνευ διδασκάλου και ελληνο-αλβανικούς διαλόγους. Είναι γραμμένο με ελληνικά γράμματα μερικά των οποίων είναι ιδιόμορφα και φαίνεται τα είχε επινοήσει ο ίδιος ο Μπότσαρης. Ο ίδιος γνώριζε λίγα γράμματα που πιθανώς είχε διδαχθεί από τον καλόγηρο Σαμουήλ ή, κατά μία πληροφορία, στη Μονή του Προφήτου Ηλιού.
Ο Μάρκος Μπότσαρης. Αναμνηστικό μετάλλιο φιλοτεχνημένο από τον γλύπτη Κόνραντ Λάγγε το 1836. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.
Σύμφωνα με σημείωση του Πουκεβίλ, ο Μ. Μπότσαρης έγραψε το λεξικό καθ' υπαγόρευση του πατέρα του Κίτσου, του θείου του Νότη και του πεθερού του Χρηστάκη Καλογήρου. Ο καθηγητής και ακαδημαϊκός Τίτος Γιοχάλας που μελέτησε το χειρόγραφο πιστεύει ότι ο Μ. Μπότσαρης έγραφε τα ελληνικά λήμματα και οι μεγαλύτεροι έδιναν την αλβανική μετάφραση. Είχε παλαιότερα υποστηριχτεί από κάποιους ότι το λεξικό γράφηκε για να εξυπηρετήσει την επικοινωνία μεταξύ των Σουλιωτών και των άλλων Ελλήνων, όμως κατά τον Τ. Γιοχάλα αυτό δεν θεωρείται πιθανό διότι αφ' ενός οι Σουλιώτες γνώριζαν την ελληνική αφ' ετέρου το περιεχόμενο του λεξικού δεν είναι χρηστικό για την καθημερινή ζωή[24]. Επίσης οι λέξεις δεν είναι με αλφαβητική σειρά ώστε το λεξικό να είναι χρηστικό. Θεωρείται πιθανότερο ότι το λεξικό γράφηκε κατόπιν πρωτοβουλίας του Πουκεβίλ ο οποίος είχε ενδιαφέρον για την Αλβανική γλώσσα και τελικώς παρήγαγε ένα Αλβανο-γαλλικό γλωσσάριο μεταφράζοντας τα Ελληνικά λήμματα του Μπότσαρη και μεταγράφοντας τα Αλβανικά με λατινικούς χαρακτήρες. Αυτό το δημοσίευσε στο έργο του Voyage dans la Grèce, τομ. 2, σελ. 617-623 το 1820.
Θεωρείται άξιο προσοχής το ότι συχνά ο Μπότσαρης και οι συνεργάτες του αποδίδουν τις ελληνικές φράσεις στην αλβανική σκεπτόμενοι αποκλειστικά "ελληνικά", μεταφέροντας δηλαδή την ελληνική σύνταξη στην αλβανική. Το ίδιο συμβαίνει και με σύνθετες ελληνικές λέξεις ενώ παρατηρείται και λανθασμένη μεταφορά των γενών ουσιαστικών και επιθέτων από την ελληνική στην αλβανική. Επίσης δύο ελληνικές λέξεις δεν μεταφράστηκαν στην αλβανική είτε από άγνοια είτε εκ παραδρομής, ενώ υπάρχουν και άλλα είδη λαθών στην αλβανική. Η παρουσία αυτών των φαινομένων ερμηνεύεται κατά τον Γιοχάλα με δύο τρόπους[25]:
Η μητρική γλώσσα του Μπότσαρη και των συνεργατών του ήταν η ελληνική.
Αν ομιλείτο στο Σούλι η αλβανική, τότε είναι πιθανό η επίδραση της ελληνικής να ήταν πολύ μεγάλη στην αλβανική.
Το αλβανικό ιδίωμα του λεξικού ανήκει στην τοσκική διάλεκτο της νότιας αλβανικής γλωσσικής ομάδας και περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό δανείων από την ελληνική.[26]
Παραπομπές
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, τεύχος 138, Φεβρουάριος 2008, σελ. 11.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, τεύχος 138, Φεβρουάριος 2008, σελ. 17.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, τεύχος 138, Φεβρουάριος 2008, σελ. 11.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, τεύχος 138, Φεβρουάριος 2008, σελ. 12.
Γούδας Aν., Bίοι Παράλληλοι, Ήρωες της ξηράς, Εν Aθήναις 1876, Τ. 8, σ. 62
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τ. ΙΒ', σ. 160, 162.
Χρ.Περραιβός "Ιστορία του Σουλίου και της Πάργας", Αθήνα 1857, σελ. 302
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, τεύχος 138, Φεβρουάριος 2008, σελ. 13.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, τεύχος 138, Φεβρουάριος 2008, σελ. 14-16.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, τεύχος 138, Φεβρουάριος 2008, σελ. 16.
Ι. Βλαχογιάννη, Τα ανέκδοτα του Καραϊσκάκη και του Κολοκοτρώνη, Αθήναι 1922, σελ. 8
Γούδας Aν., Bίοι Παράλληλοι, Ήρωες της ξηράς, Εν Aθήναις 1876, Τ. 8, σ. 71
Ηλίας Παπαθανασόπουλος, «Ο θάνατος και η κηδεία του Μάρκου Μπότσαρη», Ιστορία Εικονογραφημένη,τχ.69 (Μάρτιος 1974), σελ.107
Κ.Σ. Κώνστα, Του Μάρκου Μπότσαρη, Στερεοελλαδική Εστία, 1962, τ. 16, σελ. 117-130.
Σιμόπουλος, Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του '21, τομ. 1, σ. 282. Αναφέρεται στο Βαρβαρήγος Ποθητός (2012) Θρησκεία και θρησκευτική ζωή κατά τον πόλεμο της ανεξαρτησίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Μεταπτυχιακή διατριβή, σελ. 73.
«Marco Bozzaris, by Fitz-Greene Halleck». www.poetry-archive.com. Ανακτήθηκε στις 18 Μαρτίου 2021.
«Olivier, Juste Daniel». 1911 Encyclopædia Britannica Volume 20.
Ξεπαπαδάκου, Αύρα (2003). «Ο Μάρκος Βότζαρης του Παύλου Καρρέρ. Μία εθνική όπερα». Μουσικός Λόγος 5, 27-63.
Ξεπαπαδάκου, Αύρα (2013). Παύλος Καρρέρ. Αθήνα: Fagottobooks. σελ. 91-92. ISBN 9789606685521.
Ευαγγελίδης Τρύφων, Η παιδεία επί τουρκοκρατίας, Αθήνα, 1936, τόμ. Β', σελ. 79
Γιοχάλας 1980, σελ. 39-42
Γιοχάλας 1980, σελ. 29
« Αυτό το λεξικό γράφτηκε από το χέρι του Μαρκ Μποτσαρί (Μάρκου Μπότσαρη) στο Κόρφου (Κέρκυρα), το 1809, παρουσία μου. Πουκεβίλ. »
Γιοχάλας 1980, σελ. 40-41
Γιοχάλας 1980, σελ. 53
Γιοχάλας Π. Τίτος, Το ελληνο-αλβανικόν λεξικόν του Μάρκου Μπότσαρη (φιλολογική έκδοσις εκ του αυτογράφου), Ακαδημία Αθηνών, 1980.
Τετάρτη 24 Μαρτίου 2021
Ο ιατρός Ιωάννης Καποδίστριας.
e-Epiloges: Ο ιατρός Ιωάννης Καποδίστριας.: Ο ΙΑΤΡΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ Τον είπαν Άγιο της Πολιτικής, γιατί έδωσε άλλη διάσταση στην άσκηση της πολιτικής. Διορατικός, διπλωμάτης, ο...οικονομολόγος, δημοσιολόγος παιδαγωγός με ετοιμότητα, ευθύτητα, και απλότητα στη σκέψη, λεπτότητα στους χειρισμούς, πανευρωπαϊκός και βιβλικός χαρακτήρας ο Ι. Καποδίστριας, ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας προκάλεσε πλήθος βιογράφων σαν μορφή της εποχής του και είθε να προκαλεί πάντα το ενδιαφέρον, τη σπουδή των ανεξάντλητων πτυχών του βίου του το παράδειγμα σε νεολαία, πολιτικούς και αυτούς ακόμα τους γιατρούς.
Έχει πολύ πνευματική τροφή ο βίος του Καποδίστρια. Άφησε πίσω του έργα, πολλά και θαυμαστά που αντέχουν στο χρόνο ακόμα στις μέρες μας.
«Κύβερνο τον αποκάλεσε ο Κωστής Παλαμάς. Κέρβερο και Τύραννο. Κέρβερο των Νόμων και του Χρέους, τύραννο σαν τον Οιδίποδα, λύτη των αινιγμάτων, σταματητή των συμφορών, ευεργέτη των απλών ανθρώπων (γιαυτούς ήταν πάντα ο μπάρμπα Γιάννης τους), ηγεμόνα αγαπητό, αλλά και ήρωα βασάνη που θα σταυρωθεί στον δικό του Κρανίου Τόπο, νέος Προμηθέας ή Χριστός» (1)
Την 10-2-1776 έχουμε την γέννηση του Ι. Καποδίστρια στην Κέρκυρα από τον κόμη Αντώνιο Μαρία Καποδίστρια και την Αδαμαντίνη Γονέμη, έκτο από τα εννέα παιδιά της οικογενείας. Από το 1794 έως το 1797 παρακολουθεί ιατρικές σπουδές στην Πάδουα και την Βενετία. Γνωστοί συμφοιτητές του ο Κωνσταντίνος Βαρδαλάχος και ο Κήρυκας Χαιρέτης. Παίρνει dottorato στις 10-6-1797 μετά από εξετάσεις σε ειδική επιτροπή. Καθηγητές του οι Caldani, Comparetti, Stratico, Decima. Εν τω μεταξύ στις 6-6-1796 έχουμε κατάληψη των Επτανήσιων από τους Γάλλους του Ναπολέοντα. Αποτέλεσμα αυτού είναι η κατάργηση της βενετσιάνικης αριστοκρατίας και συμβόλων της στη Κέρκυρα. Επέρχεται τότε οικονομική καταστροφή της οικογένειας Καποδίστρια.(2) Ηταν τυχαίο που ο Καποδίστριας σπούδασε γιατρός και μάλιστα επεμβασίας χειρουργός; Είναι γεγονός ότι το φημισμένο Πανεπιστήμιο της Πάδουας είχε σαφή προσανατολισμό στις ιατρικές επιστήμες. Η θέση του γιατρού στην οικογένεια των Καποδίστρια ανήκε στο δεύτερο υιό.(2). Τα γεγονότα πάντως μετρούν και αναφέρουν το Πανεπιστήμιο της Πάδουας, το λίκνο των ερευνών του Γαλιλαίου και των αταξιών του Καζανόβα το ιδανικό θερμοκήπιο για δημιουργία ανήσυχων, δυνατών από εμπειρίες και μόρφωση βλαστών Ελληνικών οικογενειών της Επτανήσου που είχαν την οικονομική δυνατότητα για σπουδές στο εξωτερικό.
Η εποχή του χαρακτηρίζεται από τις αναταραχές των Ναπολεόντειων πολέμων και κοινωνικών εξεγέρσεων. Η ιατρική της εποχής, που κατάφερε να τελειώσει ταχύρυθμα εντός διετίας, εξελίσσεται σε εξερεύνηση όλων των φυσιολογικών και παθολογικών λειτουργιών του ανθρώπινου σώματος. Όλη η επιστημονική μέριμνα και οξυδέρκεια στην υπηρεσία της διαγνώσεως, στην επεξήγηση νοσηρών φαινομένων και των αιτίων τους. Το μικροσκόπιο και οι νέες γνώσεις περι της κυκλοφορίας του αίματος, γίνονται εργαλεία των νεαρών Ασκληπιάδων και του Καποδίστρια. Συγχρόνως παρατηρείται θεραπευτική απραξία, η τέχνη του ιάσθαι δεν συμβαδίζει με την διαγνωστική πρόοδο και απελπίζει. Εμφανίζονται αργότερα το χλωροφόρμιο και τα αντισηπτικά μέσα περι τα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα (3)
Δευτέρα 22 Μαρτίου 2021
Φωτομάρας Χρήστος
Ο Χρήστος Φωτομάρας ήταν Σουλιώτης καπετάνιος γιός του Νάσου Φωτομάρα.
Πήρε μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις και στις 7 Αυγούστου 1825 μαζί με τον ξάδερφό του Κίτσο Τζαβέλλα μπήκαν στο πολιορκημένο Μεσολόγγι. Είχε υπό τις διαταγές του σώμα αγωνιστών. Πήρε μέρος στην έξοδο και κατάφερε να σωθεί, αναγκαζόμενος όμως να πετάξει τα άρματά του.Η εγκατάλειψη ρούχων ακόμη και όπλων κατά την Έξοδο ήταν συνηθισμένο φαινόμενο. Κατόπιν πήγε στο Ναύπλιο όπου ο πατέρας του ήταν φρούραρχος του Παλαμηδίου και αργότερα της Ακροναυπλίας.
Τον Άυγουστο του 1826 πήρε μέρος στη μάχη της Καρικαργιάς των Καλαβρύτων με σώμα Σουλιωτών υπό τις διαταγές του Δ. Πλαπούτα του οποίου την κόρη είχε παντρευτεί.[1]
Φωτομαρας Αθανασιος (Νάσος) ή Γεροφωτάρας Φιλικός και στρατηγός της Επαναστασης του 1821 απο το Σούλι. Πηρε μερος σε πολλές επιχειρήσεις (Παργα,καρπενησι) και διακριθηκε ιδιαίτερα στο μεσολόγγι και την Αττική. Μετα την πτωσητου μεσολογγίου πήγε στο Ναυπλιο κλειστηκε στην Ακροναυπλία και ηρθε σε συγκρουση με τον Θ.Γριβα που κατείχε το Παλαμηδι.Η διαμαχη αυτή τακτοποιηθηκε τελικά απο τον Καποδιστρια.
Παρασκευή 19 Μαρτίου 2021
Ευστρατιος Πίσσας
Ο εκδοτικός οίκος Historical Quest σε συνεργασία με τον συγγραφέα Γιώργο Πύργαρη, φέρνουν στο φως το βιβλίο ”ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ ΠΙΣΣΑ-ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ 1821” με την ακράδαντη πίστη πως το συγκεκριμένο έργο, θα αποτελέσει πολύ σύντομα μία ξεχωριστή κολόνα στο οικοδόμημα της συλλογικής μας μνήμης, η οποία παρεμπιπτόντως με το συγκεκριμένο έργο διευρύνεται.
Το κείμενο του Πίσσα, έπρεπε να αποτελεί εδώ και πολλά χρόνια, απαραίτητο στοιχείο αυτής της μνήμης. Γιατί ο συγγραφέας του, διέγραψε μια καταπληκτική τροχιά κατά την περίοδο της ελληνικής επανάστασης. Από τις Κυδωνίες, το σημερινό Αϊβαλί -όπου μας παρουσιάζει την καταστροφή και την αποτέφρωσή τους στις αρχές Ιουνίου του 1821 από τους Τούρκους- έρχεται στην ηπειρωτική Ελλάδα να πολεμήσει, με πρώτο σταθμό την Πελοπόννησο. Από εκεί θα μεταβεί στις αρχές του 1822 στην Κρήτη όπου θα παραμείνει δύο ακριβώς χρόνια, μέχρι τα τέλη του 1823 και θα αναδείξει για πρώτη φορά τόσο άμεσα και μεστά τον κρητικό αγώνα του 1821. Από την Κρήτη επιστρέφει στην Πελοπόννησο όπου λαμβάνει μέρος στον εμφύλιο και μετά το τέλος του συμμετέχει ως αξιωματικός του τακτικού, σε μια ατυχή επιχείρηση για την κατάληψη της Τριπολιτσάς, την οποία κατέχουν την εποχή εκείνη οι δυνάμεις του Ιμπραήμ. Μετά την επιχείρηση αυτή, μεταβαίνει στην Αθήνα για περαιτέρω στρατολόγηση του τακτικού και συμμετέχει λίγο αργότερα, στην εκστρατεία της Καρύστου με τον Φαβιέρο. Τον Αύγουστο του 1826, θα λάβει μέρος στη μάχη του Χαϊδαρίου, στην υποχώρηση προς την Ελευσίνα και στην αποτυχημένη εκστρατεία του Φαβιέρου στη Θήβα. Τέλη του 1826 ο Πίσσας με τον Φαβιέρο και άλλους τακτικούς, θα διασπάσουν τον κλοιό του Κιουταχή και θα εισβάλλουν στην Ακρόπολη, για να μεταφέρουν πυρίτιδα και φάρμακα στους πολιορκημένους. Από εκεί θα βγουν τον Μάϊο του 1827, κατά τις συνθήκες παράδοσης της Ακρόπολης με τον Κιουταχή. Λίγο αργότερα, ο Πίσσας θα ακολουθήσει τον Φαβιέρο στην εκστρατεία της Χίου.
Πρόκειται για μια θαυμάσια τοιχογραφία της ελληνικής επανάστασης. Ο μικρασιατικός ελληνισμός σε μια αδιαίρετη ενότητα με τον ελληνισμό της Στερεάς και της Πελοποννήσου, της Κρήτης, άλλων νήσων του Αιγαίου, των Επτανήσων, της Κύπρου και της Μακεδονίας ακόμη. Παρουσιάζεται για πρώτη φορά ίσως τόσο ζωντανά, η τεράστια συνεισφορά των μικρασιατών στην ελληνική επανάσταση, καθώς και ο άγνωστος μέχρι σήμερα, αλλά πάνδημος και αιματηρός κρητικός αγώνας, παράλληλος και το ίδιο δυναμικός με τον αγώνα της Στερεάς και της Πελοποννήσου, αλλά δυστυχώς μοναχικός. Ο Πίσσας παρέχει επίσης, πολλές παράπλευρες αλλά σημαντικές πληροφορίες για τη συγκεκριμένη περίοδο, παρουσιάζοντας συνάμα και την κατάσταση του τακτικού στρατού της εποχής, τις ιδιαιτερότητες, τις μάχες και τις δυσκολίες που αντιμετώπισε, μέσα στο άναρχο και ρευστό περιβάλλον της επανάστασης του 1821.
Το κείμενο του Πίσσα συμπληρώνεται με ένα μικρό απόσπασμα του Ζαχαρία Πρακτικίδη -πληρεξούσιου Κρήτης εκείνα τα χρόνια – που μας δίνει σημαντικές πληροφορίες για τον πρώτο χρόνο της ελληνικής επανάστασης στην Κρήτη λίγο πριν φτάσει ο Πίσσας εκεί, καθώς και με δύο πολύ ενδιαφέροντα αποσπάσματα των απομνημονευμάτων του Γεωργίου Σκουλά, που αφορούν την επίθεση των Τούρκων στα Ανώγεια και τη φρικτή μάχη του Κρουσώνα.
Τέλος, η διήγηση Πίσσα υποστηρίζεται και από έγγραφα άλλων φακέλων των Γενικών αρχείων του Κράτους, τα οποία παρατίθενται στο τρίτο μέρος του εν λόγω βιβλίου.
Τα απομνημονεύματα Πίσσα έρχονται να αποδείξουν, πως η ελληνική επανάσταση του 1821, παραμένει σε πολλά σημεία της ανεξερεύνητη. Υπάρχουν ολόκληρες περιοχές αυτού του επικού ξεσηκωμού, που ο ιστορικός προβολέας δεν έχει φωτίσει ακόμη. Δυστυχώς, ολόκληρο τον 20ο αιώνα, πολλά ιστορικά κείμενα επισκιάστηκαν από τα απομνημονεύματα του Στρατηγού Μακρυγιάννη. Δίκαια βέβαια γιατί όντως έχουμε να κάνουμε με ένα καταπληκτικό κείμενο, αλλά με την τεράστια αξία του κειμένου του ο Μακρυγιάννης, περιόρισε τον ορίζοντα αναδεικνύοντας μονάχα την επανάσταση στη Στερεά και την Πελοπόννησο. Ο Μακρυγιάννης ως σύγχρονος Θουκυδίδης, θα διαβάζεται ίσως και μετά από χίλια χρόνια, αυτό όμως δεν απαγορεύει και σε άλλους σημαντικούς απομνημονευματογράφους να δώσουν τη δική τους οπτική και να λάβουν τη θέση τους στη συλλογική μας μνήμη. Ο Πίσσας έρχεται με διαφορά 150 χρόνων από τη στιγμή που έγραψε τα απομνημονεύματά του, να διεκδικήσει επάξια τη δική του θέση. Πιστεύουμε πως είναι κατάλληλος ο καιρός και οι συνθήκες, ώστε το ελληνικό κοινό να υποδεχθεί τη φωνή του και να τον τοποθετήσει επιτέλους, εκεί που πραγματικά του αρμόζει …
Historical Quest-Γιώργος Πύργαρης
Τετάρτη 17 Μαρτίου 2021
Θεοδώρητος, επίσκοπος Βρεσθένης
Ο Θεοδώρητος, κατά κόσμον Θωμάς, επιφανής ιεράρχης της Πελοποννήσου που συμμετείχε στην Επανάσταση, γεννήθηκε στη Νεμνίτσα (Μεθύδριο) Αρκαδίας το 1787. Έλαβε τις εγκύκλιες σπουδές του στην Πελοπόννησο και το 1813 χειροτονήθηκε επίσκοπος Βρεσθένης, διαδεχόμενος τον θείο του στον επισκοπικό θρόνο. Στις 20 Ιουλίου 1820 μυήθηκε από τον Παναγιώτη Αρβάλη στη Φιλική Εταιρεία. Κατά τους πρώτους μήνες της Ελληνικής Επανάστασης ανέπτυξε στρατιωτική δράση ως επικεφαλής ενόπλων και μετείχε ενεργά στις πολιτικές διεργασίες του Αγώνα. Τον Μάιο του 1821 συμμετείχε στη Συνέλευση των Καλτεζών, η οποία τον εξέλεξε μέλος της Πελοποννησιακής Γερουσίας και διετέλεσε πρόεδρός της μέχρι τον Μάρτιο του 1823, οπότε καταργήθηκαν οι τοπικοί οργανισμοί από τη Β΄ Εθνοσυνέλευση. Με την ιδιότητά του ως μέλους της Πελοποννησιακής Γερουσίας συμμετείχε το καλοκαίρι του 1822 στην επιτροπή που ανέλαβε διαπραγματεύσεις για την παράδοση του Ναυπλίου, με αποτέλεσμα να αιχμαλωτισθεί από τους Οθωμανούς και να παραμείνει φυλακισμένος στο Παλαμήδι έως την οριστική κατάληψη της πόλης από τις επαναστατικές δυνάμεις (Νοέμβριος 1822). Έλαβε μέρος ως πληρεξούσιος Μυστρά στη Β΄ Εθνοσυνέλευση (1823) και εξελέγη αντιπρόεδρός της. Στη συνέχεια εξελέγη παραστάτης Μυστρά στο Β΄ Βουλευτικό, τα μέλη του οποίου τον ανέδειξαν στη θέση του αντιπροέδρου. Ωστόσο, για ολιγόμηνο διάστημα (Ιούλιος-Νοέμβριος 1823) απουσίαζε από τις εργασίες του Σώματος και τα προεδρικά καθήκοντα ασκούσε «επιτροπικώς» ο Πανούτσος Νοταράς. Στη συνέχεια εξελέγη παραστάτης Μυστρά στο Γ΄ Βουλευτικό και αναδείχθηκε εκ νέου στη θέση του αντιπροέδρου, ενώ διορίστηκε σε επιτροπές για τη διευθέτηση εκκλησιαστικών ζητημάτων, καθώς και μέλος επιτροπών που ανέλαβαν την επικοινωνία με το Εκτελεστικό Σώμα. Τον Μάρτιο του 1827 συμμετείχε στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας ενώ προηγουμένως είχε λάβει μέρος στη Συνέλευση της Ερμιόνης. Μετά τη λήξη των εργασιών της Εθνοσυνέλευσης διετέλεσε μέλος της Βουλής έως και την αυτοδιάλυσή της στον Ιανουάριο του 1828. Μετά την άφιξη του Ιωάννη Καποδίστρια επέστρεψε στα ιερατικά του καθήκοντα, στην επισκοπή Βρεσθένης, ενώ από το 1831 ανέλαβε και τοποτηρητής της επισκοπής Μαντινείας. Απεβίωσε στην Αθήνα στις 26 Απριλίου 1843 και κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη.
Δευτέρα 15 Μαρτίου 2021
Δημητρης (Μητρος) Σαρκουδίνος
Ο Μήτρος Σαρκουδίνος ήταν αγωνιστής του 1821, σ΄ αυτόν οφείλεται η κατάληψη της Ακρόπολης στη δεύτερη πολιορκία της.
Ο Μήτρος Σαρκουδίνος έδρασε κυρίως στις επιχειρήσεις της Ανατολικής Στερεάς. Κατά τη δεύτερη πολιορκία της Ακρόπολης που ξεκίνησε στις 4 Νοεμβρίου του 1821 και παρατεινόμενη αυτή πέρα του οκταμήνου, κατάφερε τελικά στις 10 Ιουνίου του 1822 με απαράμιλλο θάρρος ν΄ ανέβει το τείχος και πηδώντας κρυφά εντός του χώρου, χωρίς να γίνει αντιληπτός, ν΄ ανοίξει την Πύλη των Μεσογείων στους Έλληνες πολιορκητές. Η ενέργειά του αυτή συνέβαλε αποφασιστικά στη κατάληψη της πόλης.
Η δράση του συνεχίστηκε λαμβάνοντας μέρος σε πολλές μάχες μέχρι το 1826 όπου και φέρεται να φονεύθηκε σε κάποια εξ αυτών.
Σάββατο 13 Μαρτίου 2021
Μάρκος Μπότσαρης
Ο Μάρκος Μπότσαρης (Σούλι Θεσπρωτίας, 1790 - Καρπενήσι Ευρυτανίας, 9 Αυγούστου 1823) ήταν Έλληνας οπλαρχηγός της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και καπετάνιος των Σουλιωτών. Για τις συνολικές του υπηρεσίες και τη μεγάλη συνεισφορά του στον αγώνα, μετά θάνατον έλαβε τιμητικά τον στρατιωτικό βαθμό του Στρατηγού.
Πίνακας περιεχομένων
Πρώτα χρόνια
Ήταν ο πέμπτος γιος του Κίτσου Μπότσαρη και της Χριστίνας Παπαζώτου-Γιώτη. Ο πατέρας του, όπως και ο παππούς του Γιώργης Μπότσαρης, υπήρξαν από τις επιφανέστερες μορφές της περιοχής του Σουλίου στην Ήπειρο. Ύστερα από την πτώση του Σουλίου, πήγε στην Κέρκυρα μαζί και με άλλους Σουλιώτες όπου κατατάχτηκε ως υπαξιωματικός στο σώμα των Ηπειρωτών και Σουλιωτών που συγκρότησαν οι Γάλλοι. Μετά την ήττα των Γάλλων εναντίον των Άγγλων (1811) επέστρεψε στην Ήπειρο όπου έχασε τον πατέρα του το 1813.[3] Το 1815 ο Αλή Πασάς τον διόρισε αρματολό στο Κακόλακκο Πωγωνίου, στον παλιό πύργο του Κουρτ Πασά. Έμεινε στο Κακόλακο έως το 1820 τότε δηλαδή που ο Αλή πολιορκήθηκε από τον Ισμαήλ Πασόμπεη.[3]
Δράση του Μάρκου Μπότσαρη
Ο Μάρκος Μπότσαρης
Έργο του Τζοβάνι Μπότζι
Η σημαία του Μάρκου Μπότσαρη.
Δράση στην Ήπειρο (1820-1821)
O Μάρκος Μπότσαρης, μαζί με τον θείο του, τον Νότη, αγωνιζόταν στο πλευρό των σουλτανικών δυνάμεων εναντίον του τυράννου της Ηπείρου, του Αλή Πασά, επειδή είχαν πάρει την υπόσχεση ότι θα ξαναγυρνούσαν στην ιδιαίτερη πατρίδα τους.[4] Βλέποντας ότι οι Οθωμανοί αθετούσαν την υπόσχεση τους, όταν ο Αλή Πασάς πολιορκήθηκε από τα σουλτανικά στρατεύματα στα τέλη Οκτωβρίου του 1820, ο Μπότσαρης ήρθε σε συνεννόηση μαζί του και ζήτησε τον επαναπατρισμό των Σουλιωτών, με αντάλλαγμα να βοηθήσουν τον Αλή στον αγώνα εναντίον των στρατευμάτων του Σουλτάνου, πράγμα που έγινε. Ο Μπότσαρης, επικεφαλής 300-350 ανδρών, εμφανίστηκε επί του όρους Σατοβέτζας, απέναντι από το σουλτανικό στρατόπεδο και επιτέθηκε εναντίον των Τούρκων (5 Δεκεμβρίου 1820).[5] Κατόπιν κατέλαβε το φρούριο των Βαριάδων και οχυρώθηκε σε αυτό (7 Δεκεμβρίου 1820). Από εκεί, επικεφαλής 200 ιππέων, προσέβαλε μία σουλτανική εφοδιοπομπή στις Κόμψαδες (22 Δεκεμβρίου 1820).[6] Αμέσως μετά κατέλαβε τη θέση Πέντε Πηγάδια και συνέτριψε μία δύναμη 5.000 Αλβανών που εστάλη εναντίον του. Τους επόμενους μήνες άρχισε διαπραγματεύσεις με τους Τούρκους και τους Αλβανούς ώσπου τον Μάρτιο του 1821 να έρθει στην Ήπειρο ο Χριστόφορος Περραιβός και να ενημερώσει τους Σουλιώτες για την επικείμενη επανάσταση.[7]
Όταν ξέσπασε η Επανάσταση, νίκησε τους Τούρκους στη Βογόρτσα και στα Δερβίζιανα, όπου εξόντωσε ένα ισχυρό μισθοφορικό σώμα με ένα απίστευτο τέχνασμα.[8] Καταλήφθηκαν τα Λέλοβα, η Καντσά και το παραθαλάσσιο φρούριο της Ρηνιάσας.[9] Στις αρχές Μαΐου απειλήθηκε και η ίδια η Πρέβεζα.[10] Στη συνέχεια, επιτέθηκε με 600 πολεμιστές σε δύο χιλιάδες γενίτσαρους που στάθμευαν στους Δραμεσούς, κατέλαβε τα Κοσμηρά, δύο ώρες μακριά από τα Ιωάννινα και νίκησε τον Ισμαήλ Πασά στο μοναστήρι της Ραψίνας. [11]Ακολούθησαν οι νικηφόρες μάχες στο Κομπότι (3 Ιουλίου 1821), στους Βαριάδες (14 Ιουλίου 1821), όπου εκδίωξε τους Τούρκους από το φρούριο που μόλις είχαν καταλάβει, και στην Πλάκα (17 Ιουλίου 1821) όπου χάρη στην αποφασιστικότητα του και την ορμητική του επίθεση με 125 άντρες στοίχισε τους Τούρκους πάνω από διακόσιους νεκρούς.[12][13] Ένα μήνα αργότερα διέλυσε τις υπέρτερες εχθρικές δυνάμεις στις Κομψάδες και συμμετείχε στη πολιορκία της Άρτας η οποία άρχισε στις 12 Νοεμβρίου και τέλειωσε άδοξα στις 4 Δεκεμβρίου 1821.[14]
Μάχη του Πέτα και υπεράσπιση του Μεσολογγίου (1822)
Την άνοιξη του 1822 το Σούλι πολιορκήθηκε από τους Τούρκους και ο Μπότσαρης ζήτησε βοήθεια από τους οπλαρχηγούς της Στερεάς Ελλάδας. Έλαβε μέρος στην εκστρατεία του Μαυροκορδάτου στην Ήπειρο η οποία απέτυχε ολοσχερώς στις μάχες της Πλάκας και του Πέτα (4 Ιουλίου 1822), κι έτσι τους επόμενους μήνες το Σούλι παραδόθηκε.[15] Βρέθηκε μεταξύ των υπερασπιστών του Μεσολογγίου στην πρώτη του πολιορκία στα τέλη του 1822, όπου παρέσυρε τους Τούρκους σε πλαστές συνομιλίες (τις λεγόμενες "καπάκια") και έδωσε χρόνο στους πολιορκημένους να ενισχύσουν τις οχυρώσεις. Τα Χριστούγεννα υπερασπίστηκε με μόνο 35 άνδρες το τείχος της πόλης από τα στρατεύματα του Ομέρ Βρυώνη. Τότε με παρέμβαση του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου του έδωσαν τον τίτλο του στρατηγού της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Μάλιστα το γεγονός αυτό προκάλεσε την αντιζηλία των άλλων οπλαρχηγών κάτι το οποίο εξόργισε τον Μπότσαρη, ο οποίος μπροστά τους έσκισε το χαρτί του διορισμού του λέγοντας: "Όποιος είναι άξιος παίρνει το δίπλωμα με το σπαθί του από τον πασά!". Αυτή η μεγαλοπρεπής πράξη του αποδεικνύει την ανιδιοτέλειά του και την αγάπη του για την πατρίδα.[16]
Μάχη στο Κεφαλόβρυσο, ο θάνατός του και η κηδεία του (1823)
Το καλοκαίρι του 1823 προσπάθησε να ανακόψει το δρόμο στα τούρκικα στρατεύματα που επέδραμαν προς τη δυτική Ρούμελη. Στις αρχές Ιουλίου ο Μουσταής πασάς, επικεφαλής 15.000 επίλεκτων ανδρών, εκστράτευσε εναντίον της Επανάστασης και σύντομα κατέφθασε ο Ομέρ πασάς και ο Σούλτζη Κόρτσα με τα πολυάριθμα στρατεύματα τους.[17] Ο Μπότσαρης, τη νύχτα της 8-9 Αυγούστου,[18] μαζί με τον Κίτσο Τζαβέλα και άλλους 450 Σουλιώτες, επιτέθηκε κατά της εμπροσθοφυλακής των εχθρών, που είχαν στρατοπεδεύσει στο Κεφαλόβρυσο του Καρπενησίου, στη μάχη που έμεινε γνωστή ως Μάχη του Κεφαλόβρυσου. Παρά τον αρχικά ελαφρύ τραυματισμό του, συνέχισε να πολεμάει και κατάφερε να νικήσει τους Τουρκαλβανούς. Όμως μια εχθρική σφαίρα έπληξε το μάτι του. Ιστορικοί αναφέρουν πως τότε ο Μπότσαρης είπε πριν ξεψυχήσει: «Αδέλφια, με βάρεσαν». Εκείνη τη στιγμή, οι Σουλιώτες, αν και νικούσαν, διέκοψαν τον αγώνα για να παραλάβουν τον νεκρό αρχηγό τους και τα λάφυρα. Οι Σουλιώτες σκότωσαν εκατοντάδες εχθρούς χωρίς όμως να καταφέρουν να σταματήσουν την τουρκική προέλαση. Μεταφέροντας το σώμα του Μπότσαρη προς το Μεσολόγγι όπου τελικά τον ενταφίασαν, σταμάτησαν για λίγο στον νάρθηκα της Μονής Προυσσού όπου ευρισκόταν ο Γεώργιος Καραϊσκάκης κατάκοιτος. Αυτός τον ασπάστηκε λέγοντας "Άμποτε ήρωα Μάρκο, κι' εγώ από τέτοιο θάνατο να πάω".[19]
Ο νεκρός μεταφέρθηκε στο Μεσολόγγι με θριαμβική πομπή που περιγράφει και ο Πουκεβίλ. Του θριάμβου προηγούνταν Τούρκοι αιχμάλωτοι, ακολουθούσαν οι αιχμαλωτισμένοι ίπποι των αξιωματικών με πολύτιμα επισάγματα και πενήντα τέσσερις σημαίες των εχθρών. Ο νεκρός Μάρκος ήταν καλυμμένος με γαλάζια χλαμύδα. Ακολουθούσαν τα λάφυρα που ήταν ζώα, όπλα, σκηνές, πολεμοφόδια και άλλα στρατιωτικά εφόδια και το ταμείο των εχθρών.[20] Η κηδεία ξεκίνησε το απομεσήμερο, από το οίκημα του Επάρχου Κωνσταντίνου Μεταξά, για να δειχθεί ότι τον κηδεύει το Έθνος[21]. Η επικήδεια τελετή έγινε στον ναό Αγίου Νικολάου των προμαχώνων. Για τον θάνατο του Μπότσαρη γράφηκαν πολλά έντεχνα ποιήματα και δημοτικά τραγούδια, ενώ φιλοτεχνήθηκαν και πίνακες ζωγραφικής. Μεταξύ των άλλων ο Διονύσιος Σολωμός έγραψε ποίημα όπου παρομοιάζει την συρροή των Ελλήνων στην κηδεία του Μπότσαρη με την συρροή των Τρώων στην ταφή του Έκτορα.[22]
Μετά την ηρωική Έξοδο και την κατάληψη του Μεσολογγίου από τους Οθωμανούς, οι Τουρκαλβανοί άνοιξαν τον τάφο του Μπότσαρη αναζητώντας τα πολύτιμα όπλα του.[23]
Καλλιτεχνικές απεικονίσεις του θάνατου του Μπότσαρη
Εικόνα 1
Ο θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη
Πίνακας από τον Ludovico Lipparini, που βρίσκεται στο μουσείο της Τεργέστης στην Ιταλία.
Εικόνα 2
Ο Μπότσαρης αποθνήσκει στο Καρπενήσι. Εγχρωμη λιθογραφία. Πέτερ φον Ες..
Εικόνα 3
Ο θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη, Μελανογραφία του Αθανασίου Ιατρίδη (. 4542). Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.
Εθνικός ήρωας
Ο τάφος του Μάρκου Μπότσαρη στο Μεσολόγγι, φιλοτεχνημένος από τον Γάλλο γλύπτη David d'Angers. Το επίγραμμα γράφηκε από τον καθηγητή πανεπιστημίου Δ. Σεμιτέλο.
Άγαλμα του Μάρκου Μπότσαρη (έργο της Νίνας Εμπειρίκου - 1937) στο Πεδίον το Άρεως.
Ο Μάρκος Μπότσαρης έμεινε στην ιστορία για την ανδρεία του και τη σημαντική συμβολή του στον Αγώνα για την ανεξαρτησία των Ελλήνων και δίκαια θεωρείται μεγάλος εθνικός ήρωας.
Πολλοί Φιλέλληνες που επισκέφθηκαν την Ελλάδα, θαύμασαν την ανδρεία του Μπότσαρη, ενώ πολλοί ποιητές έγραψαν ποιήματα γι' αυτόν. Ο Φιτς-Γκριν Χάλλικ, Αμερικάνος ποιητής, έγραψε ένα ποίημα με τίτλο MARCO BOZZARIS[24], ενώ ο Ελβετός ποιητής Τζαστ Ολίβιερ έγραψε επίσης ένα ποίημα-έπαινο προς τιμήν του, το 1825.[25] Επίσης ο εθνικός ποιητής της Ελλάδας, ο Διονύσιος Σολωμός, αφιέρωσε μία από τις ωδές του στο Μάρκο Μπότσαρη. Ο Ζακύνθιος μουσουργός Παύλος Καρρέρ συνέθεσε το 1858 την όπερα Μάρκος Βότζαρης [Marco Bozzari], σε λιμπρέτο του Ιταλού ποιητή Giovanni Caccialupi, η οποία παρουσιάστηκε με μεγάλη επιτυχία σε όλα τα γνωστά ελληνικά θέατρα του 19ου αιώνα, από λυρικά σχήματα όπως ο Ελληνικός Μελοδραματικός Θίασος.[26] Από την όπερα αυτή ιδιαίτερα δημοφιλής έχει καταστεί η άρια του Μάρκου "Εγέρασα, μωρές παιδιά", ευρύτερα γνωστή και ως "Γερο-Δήμος".[27] Ένας σταθμός του μετρό του Παρισιού (σταθμός Botzaris) έχει ονομαστεί προς τιμήν του. Αναφέρεται ότι ήδη το 1825 υπήρχε λαϊκό-σχολικό δράμα για τον Μάρκο Μπότσαρη γραμμένο από την Ευανθία Καΐρη, το οποίο διαρκούσης της Επανάστασης διδασκόταν σε όποια σχολεία το επέτρεπαν οι συνθήκες (αναφέρεται η Τήνος) για να τονώνεται το αίσθημα υπέρ της ελευθερίας.[28]
Απόγονοι
Ο Μάρκος Μπότσαρης είχε παντρευτεί τη Χρυσούλα Καλόγερου και έκανε μαζί της πέντε παιδιά από τα οποία μόνο τα δύο επιβίωσαν όσο ο Μπότσαρης ήταν εν ζωή.[εκκρεμεί παραπομπή] Ο γιος του, Δημήτριος Μπότσαρης, ο οποίος γεννήθηκε το 1814, έγινε στρατιωτικός και διατέλεσε Υπουργός Στρατιωτικών το 1859 και 1866-1877, ενώ οργάνωσε το Μετοχικό Ταμείο Στρατού. Πέθανε στις 17 Αυγούστου 1871 στην Αθήνα. Η κόρη του Μπότσαρη, Κατερίνα "Ρόζα" Μπότσαρη, γεννημένη στο Σούλι το 1818, ήταν στην υπηρεσία της Βασίλισσας της Ελλάδος Αμαλίας.
Το ελληνο-αρβανίτικο λεξικό
Σε ηλικία 19 ετών, ενώ ζούσε στην Κέρκυρα, ο Μάρκος Μπότσαρης κατά παραγγελία του Πουκεβίλ και με τη βοήθεια μεγαλυτέρων του συνέγραψε ένα ελληνο-αρβανίτικο γλωσσάριο.[29] Αποτελεί μάλιστα το πρώτο ελληνο-αρβανίτικο λεξικό.[30] Η ονομασία του έργου αυτού όπου και ο ίδιος ο Μπότσαρης το επιγράφει έτσι είναι "Λεξικόν της Ρωμαϊκής και Αρβανητηκής Απλής". Το χειρόγραφο αφιερώθηκε από τον Πουκεβίλ στην Εθνική Βιβλιοθήκη των Παρισίων και φέρει την ιδιόγραφη σημείωση "Ce lexique est écrit de la main de Marc Botzaris à Corfou en 1809 devant moi. Pouqueville".[31] Το ίδιο χειρόγραφο περιλαμβάνει και ένα είδος ελληνο-αλβανικής μεθόδου άνευ διδασκάλου και ελληνο-αλβανικούς διαλόγους. Είναι γραμμένο με ελληνικά γράμματα μερικά των οποίων είναι ιδιόμορφα και φαίνεται τα είχε επινοήσει ο ίδιος ο Μπότσαρης. Ο ίδιος γνώριζε λίγα γράμματα που πιθανώς είχε διδαχθεί από τον καλόγηρο Σαμουήλ ή, κατά μία πληροφορία, στη Μονή του Προφήτου Ηλιού.
Ο Μάρκος Μπότσαρης. Αναμνηστικό μετάλλιο φιλοτεχνημένο από τον γλύπτη Κόνραντ Λάγγε το 1836. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.
Σύμφωνα με σημείωση του Πουκεβίλ, ο Μ. Μπότσαρης έγραψε το λεξικό καθ' υπαγόρευση του πατέρα του Κίτσου, του θείου του Νότη και του πεθερού του Χρηστάκη Καλογήρου. Ο καθηγητής και ακαδημαϊκός Τίτος Γιοχάλας που μελέτησε το χειρόγραφο πιστεύει ότι ο Μ. Μπότσαρης έγραφε τα ελληνικά λήμματα και οι μεγαλύτεροι έδιναν την αλβανική μετάφραση. Είχε παλαιότερα υποστηριχτεί από κάποιους ότι το λεξικό γράφηκε για να εξυπηρετήσει την επικοινωνία μεταξύ των Σουλιωτών και των άλλων Ελλήνων, όμως κατά τον Τ. Γιοχάλα αυτό δεν θεωρείται πιθανό διότι αφ' ενός οι Σουλιώτες γνώριζαν την ελληνική αφ' ετέρου το περιεχόμενο του λεξικού δεν είναι χρηστικό για την καθημερινή ζωή[32]. Επίσης οι λέξεις δεν είναι με αλφαβητική σειρά ώστε το λεξικό να είναι χρηστικό. Θεωρείται πιθανότερο ότι το λεξικό γράφηκε κατόπιν πρωτοβουλίας του Πουκεβίλ ο οποίος είχε ενδιαφέρον για την Αλβανική γλώσσα και τελικώς παρήγαγε ένα Αλβανο-γαλλικό γλωσσάριο μεταφράζοντας τα Ελληνικά λήμματα του Μπότσαρη και μεταγράφοντας τα Αλβανικά με λατινικούς χαρακτήρες. Αυτό το δημοσίευσε στο έργο του Voyage dans la Grèce, τομ. 2, σελ. 617-623 το 1820.
Θεωρείται άξιο προσοχής το ότι συχνά ο Μπότσαρης και οι συνεργάτες του αποδίδουν τις ελληνικές φράσεις στην αλβανική σκεπτόμενοι αποκλειστικά "ελληνικά", μεταφέροντας δηλαδή την ελληνική σύνταξη στην αλβανική. Το ίδιο συμβαίνει και με σύνθετες ελληνικές λέξεις ενώ παρατηρείται και λανθασμένη μεταφορά των γενών ουσιαστικών και επιθέτων από την ελληνική στην αλβανική. Επίσης δύο ελληνικές λέξεις δεν μεταφράστηκαν στην αλβανική είτε από άγνοια είτε εκ παραδρομής, ενώ υπάρχουν και άλλα είδη λαθών στην αλβανική. Η παρουσία αυτών των φαινομένων ερμηνεύεται κατά τον Γιοχάλα με δύο τρόπους[33]:
Η μητρική γλώσσα του Μπότσαρη και των συνεργατών του ήταν η ελληνική.
Αν ομιλείτο στο Σούλι η αλβανική, τότε είναι πιθανό η επίδραση της ελληνικής να ήταν πολύ μεγάλη στην αλβανική.
Το αλβανικό ιδίωμα του λεξικού ανήκει στην τοσκική διάλεκτο της νότιας αλβανικής γλωσσικής ομάδας και περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό δανείων από την ελληνική.[34]
Παραπομπές
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, τεύχος 138, Φεβρουάριος 2008, σελ. 11.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, τεύχος 138, Φεβρουάριος 2008, σελ. 17.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, τεύχος 138, Φεβρουάριος 2008, σελ. 11.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, τεύχος 138, Φεβρουάριος 2008, σελ. 12.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, τεύχος 138, Φεβρουάριος 2008, σελ. 12.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, τεύχος 138, Φεβρουάριος 2008, σελ. 12.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, τεύχος 138, Φεβρουάριος 2008, σελ. 12.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, τεύχος 138, Φεβρουάριος 2008, σελ. 12.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, τεύχος 138, Φεβρουάριος 2008, σελ. 12.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, τεύχος 138, Φεβρουάριος 2008, σελ. 12.
Γούδας Aν., Bίοι Παράλληλοι, Ήρωες της ξηράς, Εν Aθήναις 1876, Τ. 8, σ. 62
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τ. ΙΒ', σ. 160, 162.
Χρ.Περραιβός "Ιστορία του Σουλίου και της Πάργας", Αθήνα 1857, σελ. 302
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, τεύχος 138, Φεβρουάριος 2008, σελ. 13.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, τεύχος 138, Φεβρουάριος 2008, σελ. 14-16.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, τεύχος 138, Φεβρουάριος 2008, σελ. 16.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, τεύχος 138, Φεβρουάριος 2008, σελ. 16.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, τεύχος 138, Φεβρουάριος 2008, σελ. 16.
Ι. Βλαχογιάννη, Τα ανέκδοτα του Καραϊσκάκη και του Κολοκοτρώνη, Αθήναι 1922, σελ. 8
Γούδας Aν., Bίοι Παράλληλοι, Ήρωες της ξηράς, Εν Aθήναις 1876, Τ. 8, σ. 71
Ηλίας Παπαθανασόπουλος, «Ο θάνατος και η κηδεία του Μάρκου Μπότσαρη», Ιστορία Εικονογραφημένη,τχ.69 (Μάρτιος 1974), σελ.107
Κ.Σ. Κώνστα, Του Μάρκου Μπότσαρη, Στερεοελλαδική Εστία, 1962, τ. 16, σελ. 117-130.
Σιμόπουλος, Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του '21, τομ. 1, σ. 282. Αναφέρεται στο Βαρβαρήγος Ποθητός (2012) Θρησκεία και θρησκευτική ζωή κατά τον πόλεμο της ανεξαρτησίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Μεταπτυχιακή διατριβή, σελ. 73.
http://www.poetry-archive.com/h/marco_bozzaris.html - στα Αγγλικά
«Olivier, Juste Daniel». 1911 Encyclopædia Britannica Volume 20.
Ξεπαπαδάκου, Αύρα (2003). «Ο Μάρκος Βότζαρης του Παύλου Καρρέρ. Μία εθνική όπερα». Μουσικός Λόγος 5, 27-63.
Ξεπαπαδάκου, Αύρα (2013). Παύλος Καρρέρ. Αθήνα: Fagottobooks. σελ. 91-92. ISBN 9789606685521.
Ευαγγελίδης Τρύφων, Η παιδεία επί τουρκοκρατίας, Αθήνα, 1936, τόμ. Β', σελ. 79
Γιοχάλας 1980, σελ. 39-42
Γιοχάλας 1980, σελ. 29
« Αυτό το λεξικό γράφτηκε από το χέρι του Μαρκ Μποτσαρί (Μάρκου Μπότσαρη) στο Κόρφου (Κέρκυρα), το 1809, παρουσία μου. Πουκεβίλ. »
Γιοχάλας 1980, σελ. 40-41
Γιοχάλας 1980, σελ. 53
Γιοχάλας Π. Τίτος, Το ελληνο-αλβανικόν λεξικόν του Μάρκου Μπότσαρη (φιλολογική έκδοσις εκ του αυτογράφου), Ακαδημία Αθηνών, 1980.
Βιβλιογραφία
Ηλίας Παπαθανασόπουλος, «Ο θάνατος και η κηδεία του Μάρκου Μπότσαρη», Ιστορία Εικονογραφημένη,τχ.69 (Μάρτιος 1974), σελ.104-111
Εγκυκλοπαίδεια Υδρία-Cambridge-Ήλιος
Γιοχάλας, Τίτος Π. (1980). Το ελληνο-αλβανικόν λεξικόν του Μάρκου Μπότσαρη (φιλολογική έκδοσις εκ του αυτογράφου). Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.
Παρασκευή 12 Μαρτίου 2021
Αμβροσιος Φραντζής
Ο Αμβρόσιος Φραντζής (κατά κόσμον Ανδρόνικος Φρατζής, Μεσορρούγι Αχαΐας, 1778 - Αθήνα, 1851) ήταν Έλληνας κληρικός, ιστορικός, πολιτικός και αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.
Βιογραφικά στοιχεία
Γεννήθηκε στο Μεσορρούγι της πρώην επαρχίας Καλαβρύτων το 1778. Έγινε μοναχός σε μικρή ηλικία στη μονή του Μεγάλου Σπηλαίου όπου έμαθε και γράμματα στη σχολή που λειτουργούσε εκεί. Στις 20 Φεβρουαρίου 1819 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον ξάδελφό του Γερμανό Ζαφειρόπουλο, επίσκοπο της Ιεράς Μητρόπολης Χριστιανουπόλεως[1] και ανέπτυξε μεγάλη δράση στην Πελοπόννησο. Μύησε στην Φιλική Εταιρεία όλους τους μοναχούς του Μεγάλου Σπηλαίου, ενώ πήρε μέρος σε πολλές πολεμικές επιχειρήσεις. Χρημάτισε μέλος της Πελοποννησιακής Γερουσίας και το 1827 ήταν πληρεξούσιος Αρκαδίας στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας.
Τον Ιανουάριο του 1821 μαζί με τον επίσκοπο Γερμανό μετέβησαν από την Κυπαρισσία στην Βοστίτσα (το σημερινό Αίγιο) και πήραν μέρος στην εκεί εθνοσυνέλευση. Μαζί με τον Γερμανό θεωρούνται από τους πρωτεργάτες της επανάστασης στην Αρκαδία.
Το 1833, με υποκίνηση τού Άγγλου Εδουάρδου Μάνσον, συνελήφθη μαζί με τον Κολοκοτρώνη ως ρωσόφιλος και φυλακίστηκε στο Ναύπλιο[2]. Αργότερα μετά την απελευθέρωσή του, επί βασιλείας Όθωνα, έχοντας ζήσει τα γεγονότα όλου του Αγώνα έγραψε το τετράτομο έργο Επιτομή της Ιστορίας της Αναγεννηθείσης Ελλάδος, καθιστάμενος έτσι ο πρώτος ιστορικός της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Όμως είναι πιο πολύ απομνημονεύματα παρά ιστορία, ενώ κυρίαρχος είναι ένας τοπικισμός του.[3] Η δημοσίευση όμως αυτού του έργου του σήκωσε θύελλα διαμαρτυριών από μέρους των περισσοτέρων από τους σύγχρονούς του, εκτός των Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, του Τζαλαφατινού αλλά και του Σακελλαριάδη που το έκριναν ως ιδιαίτερα αντικειμενικό και αμερόληπτο.
Ο Αμβρόσιος Φραντζής πέθανε στην Αθήνα το 1851. Μετά από 85 χρόνια από το θάνατό του, το 1936, επί Ιωάννη Μεταξά στήθηκε μνημείο με την προτομή του στη Κάτω Κυπαρισσία. Τη βιογραφία του Α. Φραντζή έγραψε ο Κ. Καλαντζής υπό τον τίτλο "Ο Ιστορικός Αμβρόσιος Φραντζής – Ο Κληρικός, ο Πολεμιστής και ο Διπλωμάτης 1771-1851", Αθήνα. χ.χ.
Παραπομπές
Μονή Το Γενέσιον της Θεοτόκου [1]
apodimos.com Η Δίκη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη
Κωνσταντίνος Δημαράς, «Aμβρόσιος Φραντζής» στο: Κ.Θ.Δημαράς, Σύμμικτα. Α΄. Από την παιδεία στην λογοτεχνία, (επιμ. Αλέξης Πολίτης), Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού, Αθήνα, 2000, σελ. 146.
Τρίτη 9 Μαρτίου 2021
Ιωαννης Δυοβουνιώτης
Ο Γιάννης Ξύκης ή "Δυοβουνιώτης" (1757 - 1831) ήταν Έλληνας οπλαρχηγός της Στερεάς, γεννημένος στο χωριό Δύο Βουνά της Φθιώτιδας, γιος της Τριανταφυλλιάς και του Κώστα Ξύκη.
Σε ηλικία 13 ετών είδε τον πατέρα του κρεμασμένο από τους Τούρκους, γεγονός που επηρέασε καθοριστικά τη μετέπειτα πορεία του. Έφηβος ακόμη πήγε στο αρματολίκι του Αντρίκου Βερούση και έγινε πρωτοπαλίκαρο.
Πολέμησε το 1770 τους Τουρκαλβανούς κατά την επανάσταση των Ορλόφ.[εκκρεμεί παραπομπή] Έγινε γρήγορα ονομαστός για τη δράση και τις ικανότητές του, πραγματικό φόβητρο για τους Τούρκους, οι οποίοι του ανέθεσαν το αρματολίκι της Μπουστουνίτσας (Μενδενίτσας). Αργότερα ο Αλή πασάς αναγκάστηκε να του δώσει το αρματολίκι του Ζητουνίου και των Σαλώνων.
Παντρεύτηκε την κόρη της ισχυρής οικογένειας των Γιολδάσηδων, αποκτώντας ένα γιο, τον Γεώργιο.
Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και με την έναρξη της Επανάστασης ύψωσε τη σημαία στη Μενδενίτσα την 8η Απριλίου 1821 μαζί με τους Αθανάσιο Διάκο και Παν. πανουργιά, και με τη βοήθεια του Κομνά Τράκα κυρίεψε το κάστρο της. Αγωνίστηκε ασταμάτητα, παίρνοντας μέρος σε όλες τις μάχες, μέσα και έξω από τα όρια της Ρούμελης, χωρίς ποτέ να αναμιχθεί στις πολιτικές ίντριγκες.
Σημαντικότερη στιγμή του υπήρξε το ευφυές σχέδιό του για την αναχαίτιση της στρατιάς του Μπεϊράν πασά στη θέση Βασιλικά, στις 26 Αυγούστου 1821. Ο Δυοβουνιώτης, με τους άλλους οπλαρχηγούς της Στερεάς περίμενε τη στρατιά στα στενά των Βασιλικών και κυριολεκτικά την αποδεκάτισε. Η νίκη στα Βασιλικά ανέτρεψε τα σχέδια των Τούρκων για ενίσχυση της πολιορκημένης Τριπολιτσάς και την κατάπνιξη της Επανάστασης. Του απονεμήθηκε τιμητικά ο βαθμός του στρατηγού.
Κυριακή 7 Μαρτίου 2021
Λαγουμιτζής Κωστας.
Αν ρωτήσει κάποιος τους κατοικούντες περί την οδό Λαγουμιτζή, η οποία διασταυρώνεται με τη λεωφόρο Συγγρού στο ύψος του Παντείου Πανεπιστημίου, ποιος ήταν αυτός που δόθηκε το όνομά του στην οδό τούτη, πολύ φοβούμαι ότι απάντηση δεν θα λάβει. Και όμως, πρόκειται για τον πιο άξιο και γενναίο, όπως τον χαρακτηρίζουν, κατασκευαστή λαγουμιών στη διάρκεια του Αγώνα του 1821.
Οι πληροφορίες και γι’ αυτόν είναι λίγες. Λέγεται ότι γεννήθηκε το 1781 και το επίθετό του ήταν Νταλερόπουλος. Καταγόταν από το Χόρμοβο της Β. Ηπείρου, από όπου και το προσωνύμιο Χορμοβίτης. Επικράτησε, όμως, το «Λαγουμιτζής», επειδή ήταν περίφημος και μοναδικός στην τέχνη του, τέχνη πολύτιμη για την εποχή εκείνη, τόσο για τους πολιορκητές όσο και για τους πολιορκημένους, διότι προσέφερε τη δυνατότητα υπογείως να πλησιάζουν στις θέσεις των εχθρών, χωρίς να γίνονται αντιληπτοί, και να προκαλούν καταστροφές.
Το Χόρμοβο υπήρξε κατά τον 18ο αιώνα ανεπτυγμένη πόλη της Β. Ηπείρου στην επαρχία Τεπελενίου, που κατέστρεψε έπειτα από μακροχρόνια αντίσταση των Αλβανών Χριστιανών κατοίκων της ο Αλή Πασάς. Όσοι σώθηκαν πολέμησαν στο πλευρό των Ελλήνων στο ’21. Ένας από αυτούς ήταν και ο Νταλερόπουλος. Παρουσιάζεται στο προσκήνιο της ιστορίας κατά τη Β΄ Πολιορκία του Μεσολογγίου και σώζεται κατά την Έξοδο του 1826.
Πολεμησε και στο Μεσσολόγγι και έκανε υπονομους φθανοντας μεχρι τις εχθρικές εγκαταστάσειςκαι προκαλωντας με τις ανατινάξεις ζημιές στον Τουργο. Πηρε μερος επίσης και σε όλες τις πολιορκητικές επιχειρήσεις του Αγώνα οπως πχ.της Χιου με τον Φαβιέρο (1827)
Από εκεί εμφανίζεται στην πολιορκία της Ακρόπολης των Αθηνών με τον Μακρυγιάννη, που γράφει στα «Απομνημονεύματά» του: «Από-κάτου το κάστρο εις τα σπίτια ήταν µία εκκλησία και της έδεσε λαγούµι ο αθάνατος περίφηµος Κώστας Λαγουµιτζής, γενναίος και τίµιος πατριώτης – και µε την τέχνη του και µε το ντουφέκι του ως λιοντάρι πολέµαγε διά την πατρίδα. Ήµαστε µαζί κι' αγωνιζόµαστε ως αδελφοί νύχτα και ηµέρα, και δουλεύαµεν µε τους ανθρώπους, τους αγαθούς Αθηναίους, και φκειάναµε τα λαγούµια, και ήµαστε όλοι πάντα αγαπηµένοι κ’ ενωµένοι. Εις το Μισολόγγι και παντού αυτός ο γενναίος άντρας θάµατα έχει κάµη. Πατρίδα, του χρωστάς πολύ αυτεινού του αγωνιστή».
Αν η ιστορία δεν είναι ομιλητική για τον Λαγουμιτζή, σώθηκε το νεκρικό προσωπείο του, που θησαυρίζεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο με άλλα είκοσι δύο, αποτελώντας σπάνια και πολύτιμη συλλογή του είδους. Περιλαμβάνει, μεταξύ των άλλων, τα νεκρικά προσωπεία του Κολοκοτρώνη, του Μακρυγιάννη, του Π. Μαυρομιχάλη κ.ά. Η μορφή του διασώζεται, λεπτή, βασανισμένη, στωική και ευγενική. Πέθανε στην Αθήνα, όπως μαρτυρεί η ύπαρξη του εκμαγείου, πριν από το 1850, που γράφει ο Μακρυγιάννης και τον αναφέρει «αθάνατο». Ασχολήθηκε με αυτά η Ευθυμία Παπασπύρου.
Πηγή Κιβωτοε της Ορθοδοξίας και Οδωνυμικά Δημου Αθηναιων εκδοση1997.
Παρασκευή 5 Μαρτίου 2021
Κάρπου (Πολύκαρπου) Παπαδόπουλου
Ο Πολύκαρπος (Κάρπος) Παπαδόπουλος ήταν Έλληνας έμπορος, συγγραφέας και αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Γεννήθηκε πιθανόν την δεκαετία του 1790 στην Αδριανούπολη ή στην Αίνο της Ανατολικής Θράκης όπου το 1818 μυήθηκε στη Φιλική εταιρεία. Πέθανε το 1871, φέροντας τον βαθμό του Χιλίαρχου. Σήμερα αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους πατριώτες του αγώνα.
Χαρακτηριστικό του ήταν η μόρφωσή του, ενώ μετά την επανάσταση έγραψε βιβλία για αρκετούς αγωνιστές. Γιος του ήταν ο Όθων Παπαδόπουλος, ο οποίος σπούδασε στην Παλαμαϊκή Σχολή του Μεσολογγίου, έχοντας ως αριθμούς μητρώου: 81/1844, 11/1845, 41/1846 και 57/1847.[1]
Πίνακας περιεχομένων
Στην Επανάσταση του 1821
Κατά την έναρξη του αγώνα έφυγε από την Οδησσό και πήγε στην Στερεά Ελλάδα για να πολεμήσει στο πλευρό του Οδυσσέα Ανδρούτσου, οπού ο τελευταίος τον έχρησε χιλίαρχο, αλλά λίγο μετά ζήτησε να πολεμήσει ως απλός στρατιώτης. Το 1825 μετά τον θάνατο του Ανδρούτσου πολέμησε μόνος κατά του Ιμπραήμ ενώ συμμετείχε και στην μεγάλη μάχη των Μύλων. Υπηρέτησε για λίγο καιρό στο σώμα του Δημήτριου Υψηλάντη, όμως τα τελευταία χρόνια της επανάστασης πολέμησε στο σώμα του Κάρολου Φαβιέρου.
Στο Ναύπλιο
Ο Κάρπος Παπαδόπουλος διατέλεσε και Φρούραρχος του Παλαμηδίου, στο Ναύπλιο και μάλιστα το φθινόπωρο του 1831, ήταν αυτός που μετέφερε τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη, έναν από τους κατηγορούμενους για τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια, στο παρεκκλήσι του Αγίου Ανδρέα, του επέτρεψε να προσευχηθεί και να γράψει την διαθήκη του και μάλιστα από ευγνωμοσύνη για την "φιλανθρωπία που του έδειξε", ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης του δώρισε το δαχτυλίδι του.[2]
Στο Μεσολόγγι
Ο τάφος του Κάρπου Παπαδόπουλου βρίσκεται στο νεκροταφείο της πόλης του Μεσολογγίου. Ο ίδιος, καθώς και ο γιος του Όθων Παπαδόπουλος αναπαύονται στο κοιμητήριο του Αγίου Λαζάρου.[1]
Εργογραφία
Κάρπος Παπαδόπουλος, "Ανασκευή των εις την ιστορίαν των Αθηνών αναφερομένων περί του στρατηγού Οδυσσέως Ανδρούτζου του ελληνικού τακτικού και του συνταγματάρχου Καρόλου Φαββιέρου", παρά του λοχαγού Κάρπου Παπαδοπούλου, Εκ της Τυπογραφίας Πέτρου Μαντζαράκη, Εν Αθήναις 1837,
Κάρπος Παπαδόπουλος, "Τα κατά Γ. Βαρνακιώτην και ανάκτησις του Μεσολογγίου", Ιστορηθέντα υπό Κάρπου Παππαδοπούλου, Τύποις Γ. Σταυροπούλου, Εν Μεσολογγίω 1861,
Κάρπος Παπαδόπουλος, "Η παλιγγενεσία της Ελλάδος": "Λόγος εκφωνηθείς παρά του κυρίου Κάρπου εν Μεσολογγίω τη 18 Οκτωβρίου του 1863 έτους εν τω Ναώ του αγίου Παντελεήμονος, καθ' ην ημέραν επάτησεν κατά πρώτον το ελληνικόν έδαφος η Α. Μ. ο Βασιλεύς των Ελλήνων Γεώργιος ο Α'", [Τυπ. "Ελληνικών Χρονικών"], [χ.τ.], [1863],
Κάρπος Παπαδόπουλος, "Απάνθισμα του ιστορικού αγώνος των Ελλήνων", επιμέλεια: Θαλής Δίζελος, "Εκδόσεις Παπαζήση", Αθήνα 1976
Κάρπος Παπαδόπουλος, "Ανασκευή των εις την ιστορίαν των Αθηνών αναφερομένων περί του στρατηγού Οδυσσέως Ανδρούτζου του ελληνικού τακτικού και του συνταγματάρχου Καρόλου Φαββιέρου", παρά του λοχαγού Κάρπου Παπαδοπούλου, Φωτοτυπική ανατύπωση της έκδοσης 1837, εκδότης: Καραβίας, Βιβλιοθήκη Ιστορικών Μελετών, Νο 123, Αθήνα 1978, επίσης, Ανασκευή των εις την ιστορίαν των Αθηνών αναφερομένων περί του στρατηγού Οδυσσέως Ανδρούτζου, του Ελληνικού Τακτικού και του συνταγματάρχου Καρόλου Φαββιέρου",
Κάρπος Παπαδόπουλος & Αναστάσιος Γούδας, "Οδυσσέας Ανδρούτσος", επιμέλεια: Ν. Ασημακόπουλος, "Εκδόσεις Βεργίνα", Αθήνα 1997,
Κάρπος Παπαδόπουλος, Αναστάσιος Γούδας, Μπάμπης Άννινος, κ.α. "Άπαντα για τον Οδυσσέα Ανδρούτσο: Δράση και κατατρεγμός", "Εκδόσεις Μέρμηγκας", Αθήνα 2005, ISBN 960-87909-1-3, ISBN 978-960-87909-1-9,
Κάρπος Παπαδόπουλος & Αναστάσιος Γούδας, "Οδυσσέας Ανδρούτσος. Ανασκευή των εις την ιστορίαν των Αθηνών αναφερομένων περί του στρατηγού Οδυσσέως Ανδρούτσου, του ελληνικού τακτικού και του συνταγματάρχου Κάρολου Φαβιέρου: Ανδρούτσοι", "Εκδόσεις Βεργίνα", Αθήνα 2005, ISBN 960-7171-92-6, ISBN 978-960-7171-92-4,
Παραπομπές
Από το άρθρο του Δημήτρη Καραμάτσκου, με τίτλο "Τοποθέτηση μνημείου των Θρακών στον κήπο των Ηρώων στο Μεσολόγγι", 27/03/2014, στη ιστοσελίδα του "Πολιτιστικού Συλλόγου Φερών & Περιφέρειας ΒΗΡΑ": polsylvira.gr
Από το άρθρο "Μαυρομιχάλης Γεώργιος του Πετρόμπεη – Η πορεία του δολοφόνου του Καποδίστρια και η διαθήκη του", της "Αργολικής Αρχειακής Βιβλιοθήκης Ιστορίας και Πολιτισμού", στην ιστοσελίδα: argolikivivliothiki.gr
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Βιβλιογραφία του Κάρπου Παπαδόπουλου, στην ιστοσελίδα: www.biblionet.gr
Τετάρτη 3 Μαρτίου 2021
Νικολαος Κασομούλης
Μακεδόνας αγωνιστής του '21 και ιστορικός της Ελληνικής Επανάστασης.
Ο Νικόλαος Κασομούλης γεννήθηκε στη Σιάτιστα της Κοζάνης το 1795. Ήταν γιος του εμπόρου και προεστού της περιοχής Κώστα Κασομούλη, ο οποίος σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Νάουσας από τους Τούρκους τον Απρίλιο του 1822. Σε νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε στις Σέρρες για να επεκτείνει την οικογενειακή επιχείρηση. Εκεί μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, μαζί με τα μεγαλύτερα αδέλφια του Γεώργιο, Δημήτριο και Ιωάννη.
Με το ξέσπασμα της Επανάστασης του 1821, ο Νικόλαος Κασομούλης συμμετείχε στις επιχειρήσεις στον Όλυμπο και τη Χαλκιδική. Μετά την αποτυχία της Επανάστασης στη Μακεδονία, κατέβηκε και πολέμησε στη Ρούμελη και την Πελοπόννησο. Το 1826 βρέθηκε κλεισμένος στο Μεσολόγγι κατά τη μεγάλη πολιορκία. Έλαβε μέρος στην έξοδο και σώθηκε, όχι όμως και ο αδελφός του Δημήτριος. Στη συνέχεια, πολέμησε κοντά στον Καραϊσκάκη στην Αττική.
Με τη δημιουργία του ελληνικού κράτους κατέλαβε διάφορα στρατιωτικά αξιώματα, τόσο επί Καποδίστρια, όσο και επί Όθωνα. Συμμετείχε στην καταστολή των εξεγέρσεων του 1836 στην Αιτωλοακαρνανία, κατά τη διάρκεια των οποίων σκοτώθηκε ο αδερφός του Γεώργιος, που υπηρετούσε ως ανθυπολοχαγός. Για τις υπηρεσίες του αυτές εντάχθηκε στη Βασιλική Φάλαγγα (στρατιωτικό σώμα που ίδρυσε ο Όθωνας από αγωνιστές του '21) και εξελίχθηκε μέχρι τον βαθμό του Συνταγματάρχη.
Ο Κασομούλης, εκτός από τους αγώνες του κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του '21, κατέλειπε και ιστορικό έργο. Τα χειρόγραφα απομνημονεύματά του με τον τίτλο «Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821-1833», εκδόθηκαν το 1939 σε τρεις τόμους από τον ιστοριοδίφη και συγγραφέα Γιάννη Βλαχογιάννη (1867-1945). Το έργο αυτό είναι πολύτιμο, γιατί εκτός από τις διάφορες ιστορικές πληροφορίες που μας δίνει, μας περιγράφει πιστά και τα της πολιορκίας και της Εξόδου του Μεσολογγίου, καθώς και τους αγώνες και τον θάνατο του Καραϊσκάκη. Στο Ημερολόγιό του αναφέρεται διεξοδικά στην καταστολή των εξεγέρσεων του 1836.
Σε μεγάλη ηλικία, ο Νικόλαος Κασομούλης εγκαταστάθηκε στη Στυλίδα, όπου πέθανε στις 20 Αυγούστου του 1872.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/683
Δευτέρα 1 Μαρτίου 2021
Λόρδος Βύρων
Ο 6ος Βαρόνος Μπάιρον (22 Ιανουαρίου 1788 – 7 Απριλίου 1824), γνωστός στην Ελλάδα ως Λόρδος Βύρων (αγγλικά George Gordon Byron, 6th Baron Byron, Lord Byron), ήταν Άγγλος αριστοκράτης, ποιητής, πολιτικός, Φιλέλληνας και μια από τις σημαντικότερες μορφές του ρομαντισμού. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους Βρετανούς ποιητές και παραμένει ακόμα και σήμερα δημοφιλής. Από το πλούσιο έργο του ξεχωρίζουν τα μακροσκελή ποιήματα Don Juan («Δον Ζουάν») και Childe Harold's Pilgrimage («Το προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ»).
Υπήρξε εξαιρετικά διάσημος και επιτυχημένος ως ποιητής, αλλά και ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη προσωπικότητα στην Αγγλία, ζώντας άστατη οικονομική και ερωτική ζωή. Ταξίδεψε σε πολλά μέρη στην Ευρώπη, ιδιαίτερα στην Ιταλία, όπου έζησε για επτά χρόνια σε πόλεις όπως η Βενετία, η Ραβένα και η Πίζα. Κατά την παραμονή του στην Ιταλία, δέχτηκε πολλές φορές επισκέψεις από τον φίλο του και έτερο ποιητή Πέρσι Σέλλεϋ (Percy Bysshe Shelley)[38].
Αργότερα συνέδεσε το όνομα του με την στήριξη των επαναστατικών κινημάτων σε Ιταλία και Ελλάδα, και πέθανε στο πλευρό των Ελλήνων επαναστατών στο Μεσολόγγι, σε ηλικία μόλις 36 χρόνων, μετά από υψηλό πυρετό που ανέπτυξε.
Θεωρείται από τους πλέον σημαντικούς Άγγλους λογοτέχνες του 19ου αιώνα, ενώ στην Ελλάδα είναι μια από τις πιο αναγνωρίσιμες μορφές της Επανάστασης του 1821 και εθνικός ευεργέτης. Η ζωή του υπήρξε γεμάτη σκάνδαλα, οικονομικά και ερωτικά, με αποκορύφωμα τη φημολογούμενη ερωτική σχέση του με την ετεροθαλή αδελφή του. Η μόνη νόμιμη κόρη του υπήρξε η Άντα Λάβλεϊς (Ada Lovelace), η οποία θεωρείται η πρώτη προγραμματίστρια, γνωστή για τη συμβολή της στη δημιουργία της Αναλυτικής μηχανής του Τσαρλς Μπάμπατζ (Charles Babbage). Στα μη νόμιμα τέκνα του ανήκει η Αλέγκρα Μπάιρον (Allegra Byron), η οποία πέθανε σε μικρή ηλικία, ενώ φήμες θέλουν να απέκτησε και μια κόρη, την Ελίζαμπεθ Μέντορα Λη (Elizabeth Medora Leigh) από την ετεροθαλή αδελφή του.
Αυτόγραφη επιστολή του Λόρδου Βύρωνα προς τον Τζων Χάνσον
Πίνακας περιεχομένων
Ζωή στην Αγγλία
Γεννήθηκε στο Λονδίνο στις 22 Ιανουαρίου 1788. Ήταν γιος του πλοιάρχου του αγγλικού Βασιλικού Ναυτικού, Τζον Μπάιρον (Captain John "Mad Jack" Byron), και της δεύτερης συζύγου του, Κάθριν Γκόρντον (Catherine Gordon). Ανήκε σε αριστοκρατική οικογένεια, από την πλευρά της μητέρας του, το γένος Γκόρντον, και ήταν απόγονος του βασιλιά της Αγγλίας Εδουάρδου Γ'. Οι γονείς του είχαν χωρίσει όμως πριν καν εκείνος γεννηθεί. Ο μεν πατέρας του είχε διαφύγει στη Γαλλία λόγω χρεών, η δε μητέρα του, προσπαθώντας να αποφύγει τους πιστωτές, συνόδευσε αρχικά τον σύζυγό της στη Γαλλία το 1786, αλλά επέστρεψε στην Αγγλία στα τέλη του 1787 για να γεννήσει τον γιο της σε αγγλικό έδαφος. Ξόδεψε μεγάλο μέρος της δικής της περιουσίας για την αποπληρωμή των χρεών αυτών.
Ο Λόρδος Βύρων γεννήθηκε χωλός (στη δεξιά κνήμη) και τα πρώτα χρόνια διέμενε με τη μητέρα του στο Αμπερντήν της Σκωτίας, μάλλον φτωχικά, όπου και έμαθε και τα πρώτα του γράμματα. Στις 19 Μαΐου 1798 πέθανε ο αδελφός του παππού του, από τον πατέρα του, Ουίλιαμ Μπάιρον, γνωστός ως «ο μοχθηρός Λόρδος», και έτσι ο δεκαετής νεαρός, ο οποίος ήταν πρώτος στη σειρά διαδοχής, κληρονόμησε τον τίτλο του Βαρόνου Μπάιρον.
Τα πρώτα ποιήματα
Ο λόρδος Βύρων σε ηλικία 16 ετών, έργο αγνώστου, ελαιογραφία σε μουσαμά, 76Χ 63 εκ. (3329) Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.
Όταν δεν βρισκόταν στο σχολείο ή το κολέγιο, ο Βύρων ζούσε με τη μητέρα του στο Σάουθγουελ του Νότιγχαμσαϊρ στην κεντρική Αγγλία.[39] Κατά τη διαμονή του εκεί δημιούργησε διάφορες φιλίες καθώς και έγραψε τα πρώτα του θεατρικά έργα για την ψυχαγωγία της τοπικής κοινότητας. Οι φίλοι του τον παρότρυναν να ασχοληθεί με την ποίηση. Έτσι ο Βύρων έγραψε τα πρώτα του ποιήματα σε ηλικία 17 ετών, τα οποία έγιναν γνωστά ως τα Fugitive Pieces (μτφ. φυγαδευμένα κομμάτια).[40] Ο ερωτισμός των γραπτών αυτών όμως σύντομα έγινε αντικείμενο έριδας με κάποια από τα μέλη της κοινότητας και έτσι καταστραφήκαν πριν διαδοθούν ευρέως.[41]
Η πρώτη ποιητική συλλογή του, Hours of Idleness (μτφ. ώρες απραξίας), στην οποία περιέχονταν πολλά από τα αρχικά ποιήματα του Βύρωνα καθώς και πιο πρόσφατες συνθέσεις, δέχτηκε έντονη -και ανώνυμη- κριτική από το λογοτεχνικό περιοδικό Edinburgh Review, το οποίο κατείχε σημαντική θέση στα λογοτεχνικά δρώμενα της εποχής. Ως απάντηση, ο Βύρων έγραψε το πρώτο σατιρικό του έργο, English Bards and Scotch Reviewers (μτφ. Άγγλοι βάρδοι και Σκοτσέζοι κριτικοί) (1809), το οποίο δημοσίευσε αρχικά ανώνυμα. Πολύ γρήγορα όμως η ταυτότητα του ποιητή αποκαλύφθηκε και οι αντιδράσεις ήταν έντονες, με αποκορύφωμα μια πρόσκληση σε μονομαχία. Με τον καιρό όμως έγινε μόδα, και για κάποιους ήταν ένα είδος τιμής, να βρίσκονται στο στόχαστρο της πένας του Βύρωνα.
Ο Βύρων συνέχισε να γράφει ποιήματα, με το Childe Harold's Pilgrimage (Tο προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ) να εκδίδεται το 1812 και να γνωρίζει εξαιρετικά μεγάλη δημοφιλία, κάτι που τον έκανε περιζήτητο και διασημότητα της εποχής.[42][43][44] Ο Βύρων φαίνεται να εκπλάγηκε από την εξέλιξη αυτή, και κατά τα δικά του λεγόμενα, απλώς έτυχε μια μέρα να ξυπνήσει και να ανακαλύψει πως είναι διάσημος.[45] Η πρώτη έκδοση με 500 αντίτυπα εξαντλήθηκε μέσα σ' ένα τριήμερο, και ακολούθησαν έξι ακόμα εκδόσεις μέσα σ' έναν μήνα. Παράλληλα όμως, ασχολούμενος με την πολιτική, εκφώνησε τον πρώτο του λόγο στη Βουλή των Λόρδων περί ενός νομοσχεδίου που θέσπιζε αυστηρότατες ποινές για τους υπαίτιους των ταραχών που είχαν ξεσπάσει στο Νότιγχαμ μετά την εισαγωγή μηχανών κατασκευής καλτσών, συντασσόμενος με τους φιλελεύθερους. Ο λόγος του εκείνος προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση, και έσπευσαν πολλοί να τον συγχαρούν. Ο δεύτερος λόγος του μετά από δύο μήνες περί της χειραφέτησης των καθολικών "Παπιστών" δεν ήταν τόσο αξιόλογος, αλλά ούτε και ο τρίτος του, που εκφώνησε στη 1 Ιουνίου.
Τα επόμενα του ποιήματα επικεντρώθηκαν σε θέματα από την Ανατολή στη συλλογή με τίτλο Oriental Tales (Ανατολίτικες ιστορίες) όπου περιέχονταν τα ποιήματα The Giaour (Ο γκιαούρης), The Bride of Abydos (Η νύφη της Αβύδου), The Corsair (Ο Κουρσάρος), η Lara (Λάρα), και το The Siege of Corinth (Η πολιορκία της Κορίνθου).
Σε γενικές γραμμές ήταν ιδιαίτερα σπάταλος και καθόλου φειδωλός οικονομικά, έτσι με τον καιρό συσωρεύτηκαν χρέη για τα οποία οι πιστωτές του τον αναζητούσαν συνεχώς προς αποπληρωμή.[39] Συνέπεια των χρεών του, αλλά και της καταδίωξης του από πρώην ερωμένες, ο Βύρων βρήκε την ευκαιρία να ξεκινήσει την μεγάλη Ευρωπαϊκή περιοδεία του ταξιδεύοντας σε διάφορες χώρες της Ευρώπης,[46] όπως έκαναν κατά τα πρότυπα της εποχής οι νεαροί Άγγλοι ευγενείς μετά την ενηλικίωση τους. Με τους Ναπολεόντιους πολέμους να βρίσκονται σε εξέλιξη, αναγκάστηκε να αποφύγει αρκετές χώρες της βόρειας και κεντρικής Ευρώπης, και έτσι κατέληξε στις χώρες της Μεσογείου.[47] Σύμφωνα με κάποια αλληλογραφία που διασώζεται μεταξύ του Βύρωνα και φίλων του στην Αγγλία, ένα από τα κίνητρα του ήταν και η εμπειρία του ομοφυλοφιλικού έρωτα, κάτι που πιθανώς θα ξεσήκωνε μεγάλα πάθη στην Αγγλία όπου και ήταν πλέον διάσημος.[48] Ωστόσο το ενδιαφέρον του για την ανατολική Μεσόγειο πήγαζε και από τις ιστορίες που είχε διαβάσει ως παιδί για την μακρινή γη του Λεβάντε, τις περιοχές των Οθωμανών και των Περσών, και τους μυστικιστές Σούφι.[49]
Ευρωπαϊκή περιοδεία
Πορτραίτο του Βύρωνα από τον Τόμας Φίλιπς κατά την περίοδο που ήταν φιλοξενούμενος του Αλή Πασά στα Ιωάννινα (1813)
Στις 2 Ιουλίου του 1809 ο Βύρων αποπλέοντας από το Πλύμουθ μαζί με τον φίλο του Τζον Χόμπχαουζ (John Cam Hobhouse) και κάποιους υπηρέτες, φθάνει αρχικά στη Λισαβόνα και από εκεί παραπλέοντας το Γιβραλτάρ φθάνει στη Μάλτα, όπου και παραμένει για μικρό διάστημα. Τον Σεπτέμβριο, επιβαίνοντας στο αγγλικό πολεμικό «Σπάιντερ», αντίκρισε για λίγο, για πρώτη φορά, την πόλη όπου 14 χρόνια μετά θα άφηνε την τελευταία του πνοή. Τελικά αποβιβάστηκε στην Πρέβεζα. Από εκεί, επιθυμώντας συνάντηση με τον Αλή Πασά, μετέβη στα Ιωάννινα. Φθάνοντας όμως εκεί και μαθαίνοντας ότι εκείνος βρίσκεται στο Τεπελένι, μετά τριήμερη παραμονή, αποφάσισε να μεταβεί στο Τεπελένι, όπου φθάνοντας μετά από εννέα ημέρες έγινε δεκτός από τον Αλή Πασά, ο οποίος τον φιλοξένησε στο σαράι του. Τις εντυπώσεις του από εκείνη την βάρβαρη αίγλη της φιλοξενίας, τις αποτύπωσε ο Βύρων στο φημισμένο ποίημά του «Το προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ» (Childe Harold's Pilgrimage, Cantos I & II, 1812).[50][51] Από εκεί, επιστρέφοντας μέσω Ιωαννίνων στην Πρέβεζα, απέπλευσε για την Πάτρα, πλην όμως λόγω μεγάλης θαλασσοταραχής αναγκάσθηκε να επιστρέψει. Τελικά αλλάζοντας δρομολόγιο, διέσχισε μαζί με τους συντρόφους του την Ακαρνανία φθάνοντας στο Μεσολόγγι απ' όπου και πήγε στην Πάτρα, και από εκεί μέσω Βοστίτσας (Αιγίου), έφθασε στην Ιτέα, απ' όπου μέσω Αράχωβας, Λιβαδειάς και Φυλής έφθασε στην Αθήνα το βράδυ των Χριστουγέννων του 1809, καταλύοντας στην οικία της αδελφής του Έλληνα υποπρόξενου της Αγγλίας.
Κατά τη διάρκεια της τρίμηνης παραμονής του στην Αθήνα, ο Βύρων επισκέφθηκε τις πιο ιστορικές τοποθεσίες της Αττικής, ενώ παράλληλα ερωτεύτηκε σχεδόν παράφορα την Τερέζα Μακρή, την μόλις 12χρονη κόρη του Άγγλου προξένου Προκόπιου Μακρή, στην οποία αφιέρωσε και το ποίημά του «Κόρη των Αθηνών» (Maid of Athens, Ere We Part, 1809).
Στις 4 Απριλίου 1810 ο κυβερνήτης του αγγλικού δίκροτου «Πυλάδης» (ship-sloop Pylades, κατασκευής του 1794) που ναυλοχούσε στον Πειραιά προσκάλεσε τον Βύρωνα και τον φίλο του Χόμπχαουζ για ένα ταξίδι μέχρι τη Σμύρνη. Έτσι ο Βύρων αποδεχθείς την πρόσκληση σε λίγες ημέρες έφθασε στη Σμύρνη, παραμένοντας εκεί λίγες ημέρες. Στις 11 Μαρτίου αναχώρησε με την αγγλική φρεγάτα «Σαλσέτ» (Salsette) για την Κωνσταντινούπολη. Κατά την αναμονή άδειας διέλευσης από τα Δαρδανέλια ο Βύρων επανέλαβε το εγχείρημα του μυθικού Λέανδρου, διασχίζοντας τα στενά κολυμπώντας από την αρχαία Άβυδο της Ευρωπαϊκής ακτής προς τη Σηστό της Ασιατικής (3 Μαΐου 1810), μαζί με τον Έκενχεντ (Lieutenant Ekenhead) του πληρώματος της φρεγάτας, άθλο για τον οποίο και δικαιολογημένα θα υπερηφανεύεται στο υπόλοιπο της ζωής του. Τελικά έφθασε στην Κωνσταντινούπολη στις 13 Μαΐου, όπου και παρέμεινε για δύο μήνες. Στη συνέχεια συνόδευσε τον Άγγλο πρέσβη στον αποχαιρετιστήριο λόγο του, καθώς και στην επιστροφή του με το ίδιο πλοίο στην Αγγλία. Όμως κατά την επιστροφή, καθώς προσέγγισε η φρεγάτα στη Κέα, ο Βύρων αποβιβάστηκε, από όπου και επέστρεψε στην Αθήνα, αυτή τη φορά μόνος του, και κατέλυσε στη τότε Μονή των Φραγκισκανών (Μονή Καπουτσίνων των Αθηνών), δίπλα στο Μνημείο του Λυσικράτη. Κατά την υπόλοιπη δεκάμηνη παραμονή του στην Ελλάδα ο Βύρων, με ορμητήριο εκδρομών την παραπάνω Μονή, επισκέφθηκε πολλά μέρη κυρίως της Πελοποννήσου. Στη διάρκεια δε κάποιας εκδρομής του στο Σούνιο, κινδύνεψε να συλληφθεί όμηρος από Μανιάτες πειρατές. Μεταβαίνοντας λίγες ημέρες μετά στην Πάτρα, προσβλήθηκε από ελονοσία και, όπως αφηγήθηκε ο ίδιος, διασώθηκε χάρη στους Αλβανούς υπηρέτες του, που τρομοκράτησαν τους ιατρούς του λέγοντάς τους πως θα τους αποκεφάλιζαν αν ο κύριός τους δεν θεραπευόταν.
Στις 11 Απριλίου 1811 ο Λόρδος Βύρων επιβιβάστηκε για Μάλτα, σε ένα πλοίο που μετέφερε ένα μέρος φορτίου των μαρμάρων του Παρθενώνα που είχε αφαιρέσει ο λόρδος Έλγιν. Ο Βύρων ήταν ανοιχτά και ιδιαίτερα ενοχλημένος με την αφαίρεση των γλυπτών του Παρθενώνα από τον Έλγιν, και αντέδρασε με θυμό όταν κατά την ξενάγηση του στο μνημείο είδε να λείπουν τα τρίγλυφα και οι μετώπες. Αργότερα έγραψε ένα ποίημα, την "Κατάρα της Αθηνάς" (The Curse of Minerva), κατηγορώντας τις πράξεις του Έλγιν.
Φθάνοντας στη Μάλτα προσβλήθηκε και πάλι από ελονοσία, οπότε και αποφάσισε την επιστροφή του στην Αγγλία. Έτσι επιβαίνοντας στις 3 Ιουλίου στην αγγλική φρεγάτα "Βολάζ" (HMS Volage) επέστρεψε στο Πόρτσμουθ στις 17 Ιουλίου.[52][53][54]
Γάμος
Ο Λόρδος Βύρων
Κατά την επόμενη διετία ο Λόρδος Βύρων ήταν πλέον ένας επιτυχημένος ποιητής, ωραίος ως Άδωνις, ευπατρίδης, σχετικά πλούσιος, αλλά και περιφρονητής της κρατούσας κοινωνικής ηθικής. Έχοντας μεγάλη επιτυχία μεταξύ των γυναικών, που όπως ο ίδιος υποστήριζε, «υπέστην περισσότερες αρπαγές απ΄ οποιονδήποτε άλλον από την εποχή του Τρωικού πολέμου», αφιερώνοντας όμως πολύ χρόνο για να συνθέτει τα νέα του ποιήματα όπως "Ο Γκιαούρης" (The Giaour (1813)), "Η Νύμφη της Αβύδου" (The Bride of Abydos (1813)), "Ο Κουρσάρος" (The Corsair (1814)), "Ο Λάρα" (Lara, A Tale (1814)), η "Παριζίνα" (Parisina (1816)), η "Πολιορκία της Κορίνθου" (The Siege of Corinth (1816)) κ.ά. που όλα χρονολογούνται στην ίδια περίοδο, αν και κάποια εξ αυτών δημοσιεύτηκαν αργότερα. Την ίδια ταχύτητα με τη συγγραφή είχαν και οι πωλήσεις τους, συγκεκριμένα το ποίημα "Ο Κουρσάρος" που τυπώθηκε σε 14.000 αντίτυπα εξαντλήθηκε μέσα σε μία μόνο ημέρα. Γενικά οι πωλήσεις αυτών των ποιημάτων του επέφεραν τεράστια κέρδη, παρέχοντάς του τη δυνατότητα πλουσιότερης ζωής, δημιουργώντας όμως νέα μεγάλα χρέη για την αντιμετώπιση των οποίων θεώρησε μοναδική διέξοδο τον γάμο.
Φημολογούνταν πως παλαιότερα διατηρούσε ερωτική σχέση με την αριστοκράτισσα και μέλος της καλής κοινωνίας Κάρολιν Λαμπ (Caroline Lamb) -από αυτήν απέκτησε και τον περίφημο χαρακτηρισμό Mad, Bad, and Dangerous to know (τρελός, κακός, και επικίνδυνη γνωριμία)-, ενώ αντίστοιχες φήμες κυκλοφορούν και για τις ερωτικές σχέσεις που διατηρούσε με την ετεροθαλή αδερφή του την Ωγκούστα Λη, με την οποία πιθανώς είχε ήδη μια κόρη που είχε γεννηθεί το 1814. Παντρεύτηκε τελικά την ευγενή Άννα Ισαβέλλα Μίλμπανκ στις 2 Ιανουαρίου του 1815, και η κόρη που απέκτησαν ως ζεύγος πλέον ονομάστηκε Άντα -αργότερα η Άντα αποτέλεσε σημαντική φυσιογνωμία των γλωσσών προγραμματισμού ως η πρώτη προγραμματίστρια εργαζόμενη στην αναλυτική μηχανή του Τσαρλς Μπάμπατζ-. Τα οικονομικά όμως του Βύρωνα δεν βελτιώθηκαν, και σε συνδυασμό με την εξ αυτών στενοχώρια, με την άκρατη οινοποσία με τους φίλους του και με τους περιορισμούς του οικογενειακού βίου η συμπεριφορά του απέναντι στη σύζυγό του κατέστη ολέθρια. Στις 15 Ιανουαρίου του 1816 η σύζυγός του μετέβη με την κόρη τους στο πατρικό της κτήμα, προκειμένου να μη δει την κατάσχεση των επίπλων τους, στέλνοντας όμως καθ' οδόν ένα τρυφερό γράμμα στον Βύρωνα. Λίγες όμως ημέρες αργότερα ο Βύρων έλαβε γράμμα από τον πεθερό του ότι η σύζυγός του δεν θα επανερχόταν πλέον κοντά του. Με περίπου ίδιο περιεχόμενο ακολούθησε και επιστολή της ίδιας της Ανναμπέλας, και ακολούθησε ο χωρισμός.
Τελικά όταν επήλθε επίσημα το διαζύγιο του ζευγαριού στις 21 Απριλίου του 1816, η δημοτικότητα του Βύρωνα άρχισε να μειώνεται, ενώ διάφορες φήμες άρχισαν να διαδίδονται μέχρι και για ομοφυλοφιλικές τάσεις, ειδικά μετά από μια φραστική επίθεση που έκανε κατά της αντιβασιλείας, που θεωρήθηκε ιδιαίτερα προσβλητική. Δεν αποκλείεται βέβαια οι φήμες αυτές εναντίον του να ήταν κατευθυνόμενες, για πολιτικούς λόγους, υπήρχαν όμως και βάσιμοι λόγοι για να γίνουν πιστευτές. Κατόπιν αυτών, η παραμονή του πλέον στην Αγγλία κατέστη αδύνατος, περιορίζοντας τις δημόσιες εμφανίσεις του, γεγονός που τον ανάγκασε να την εγκαταλείψει, λόγω της κατακραυγής της Βρετανικής κοινωνίας.
Ο Βύρων μετά από τον χωρισμό του με την Ωγκούστα και το παιδί του, και με τα οικονομικά χρέη και τις πολλές ερωμένες να τον καταδιώκουν, αναγκάστηκε να φύγει από την Αγγλία τον Απρίλιο του 1816. Δεν επρόκειτο να επιστρέψει ποτέ πίσω πλέον.[44]
Ελβετία και Ιταλία
Στις 25 Απριλίου του 1816 επιβιβάσθηκε σε πλοίο με μεγάλη συνοδεία, και μέσω Οστάνδης εγκαταστάθηκε αρχικά στις Βρυξέλλες του Βελγίου και από εκεί επισκεπτόμενος το πεδίο της μάχης του Βατερλώ κατέληξε στη Γενεύη της Ελβετίας όπου και διέμεινε μερικούς μήνες συναντώντας τον εξόριστο εκεί από την Αγγλία ποιητή Πέρσυ Σέλλεϋ και με την μέλουσα σύζυγο του Μαίρη Σέλλεϋ, ποιητή και συγγραφέα αντίστοιχα σημαντικά έργων (Οζυμανδίας του Πέρσυ Σέλλεϋ, και Φράνκενστάιν της Μαίρης Σέλλεϋ) με τους οποίους και ανέπτυξε ιδιαίτερη φιλία, ενώ φαίνεται πως η προσωπικότητα του Βύρωνα ενέπνευσε τον γιατρό του στην Ελβετία, Τζον Ουίλλιαμ Πολιντόρι, να βασίσει τον κεντρικό χαρακτήρα της ιστορίας του με τίτλο The Vampyre (το βαμπίρ) (πρόδρομος της βαμπιρικής λογοτεχνίας) σε ένα από τα γραπτά του Βύρωνα με τίτλο Fragment of a Novel.
Στη συνέχεια μετέβη στην Ιταλία, όπου υποστήριξε ενεργά το φιλελεύθερο κίνημα των Ιταλών καρμπονάρων στον πόλεμο τους για ανεξαρτησία έναντι των Αυστριακών. Εκεί ταξίδεψε σε διάφορες ιταλικές πόλεις όπως η Ρώμη, η Ραβέννα, και η Πίζα. Η Πίζα ήταν και η τοποθεσία όπου έγραψε το διάσημο μυθιστόρημα του με τον τίτλο Δον Ζουάν. Τελικά κατέληξε στη Γένοβα, όπου το 1822 τον επισκέφτηκε αντιπροσωπεία των Ελλήνων επαναστατών ζητώντας την υποστήριξη του, καθώς ήταν πλέον γνώριμος ως υποστηρικτής της αυτοδιάθεσης των λαών, κατά το παράδειγμα της ιταλικής αυτοδιάθεσης έναντι της Αυστρίας. Αποδέχτηκε το αίτημα της αντιπροσωπείας, και ξεκίνησε τις προετοιμασίες για το ταξίδι του στην Ελλάδα, αναχωρώντας το 1823 με το πλοιάριο Ηρακλής προς την Κεφαλλονιά.[55][56]
Ελλάδα
Προσωπογραφία του 1832, Άνταμ Φρίντελ
Το 1823 κατευθύνεται, ύστερα από παρότρυνση της Φιλελληνικής Επιτροπής του Λονδίνου, προς την Ελλάδα, σταματώντας στην Κεφαλλονιά, όπου παρέμεινε για έξι μήνες στην οικία του κόμη Δελαδέτσιμα, φίλου του Μαυροκορδάτου. Τελικά, αν και αρχικός προορισμός του ήταν ο Μοριάς, εγκαθίσταται στο Μεσολόγγι, όπου έρχεται σε επαφή με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, τον οποίο και υποστηρίζει οικονομικά. Εν τω μεταξύ, έχει σχηματίσει ιδιωτικό στρατό από 40 Σουλιώτες, υπό τους Δράκο, Τζαβέλλα και Φωτομάρα. Διατηρούσε αλληλογραφία με Άγγλους επιχειρηματίες όπως ο Σάμουελ Μπαρφ για την οικονομική ενίσχυση των επαναστατών,[57] και ήταν από τους πρώτους που συνειδητοποίησαν τις καταστροφικές συνέπειες που θα είχε το δάνειο στην περίπτωση που αυτό χρησιμοποιείτο όχι για εθνικούς σκοπούς, αλλά για πολιτικές διαμάχες.
Απεβίωσε στις 19 Απριλίου του 1824 στο Μεσολόγγι, ύστερα από πυρετό. Το πένθος για τον θάνατό του ήταν γενικό καθώς ο Διονύσιος Σολωμός συνέθεσε μακρά ωδή στη μνήμη του («Ωδή εις τον θάνατο του Λόρδου Μπάιρον»). Προς εκδήλωση του πένθους στο Μεσολόγγι ρίχτηκαν 37 κανονιοβολισμοί από την ανατολή του ηλίου, μία κάθε λεπτό, καθώς ήταν τότε μόνο 37 ετών.
Ένας από τους στενούς φίλους του Βύρωνα στο Μεσολόγγι ήταν ο επίσης σπουδαίος φιλέλληνας Αμερικανός ιατρός, από τη Βοστόνη (Boston, Massachusetts), Σαμουήλ Γκρίντλευ Χάου (Samuel Gridley Howe, 1801-1878), ο οποίος στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, νεαρός τότε μόλις απόφοιτος του Πανεπιστημίου, είχε έλθει στην Ελλάδα και για έξι χρόνια πρόσφερε εθελοντικά τις ιατρικές του υπηρεσίες στους Έλληνες αγωνιστές.
Μετά τον θάνατο του Λόρδου Βύρωνα ο Χάου κράτησε ως κειμήλιο της φιλίας το αγγλικό κράνος - περικεφαλαία του Βύρωνα, το οποίο αργότερα, το 1925, το έφερε στην Ελλάδα η μικρότερη κόρη από τα 6 παιδιά του Σαμουήλ Χάου, η Μοντ Χάου (Maud Howe, 1855–1948, Αμερικανίδα συγγραφέας τιμημένη με το βραβείο Πούλιτζερ, παντρεμένη με τον Άγγλο διακοσμητή/ζωγράφο John Elliott), και το δώρισε στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Αθήνας.
Εργογραφία
Εργογραφία του ιδίου
Lord Byron on his Death-bed c. 1826.jpg
«Η Ελλάδα στέφουσα τον Λόρδο Βύρωνα», αλληγορικό μαρμάρινο σύμπλεγμα, Αθήνα
Από τα έργα του τα πιο γνωστά είναι:
«Το Προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ» (Childe Harold's Pilgrimage)
«Δον Ζουάν», (Don Juan, 1819-1824, ημιτελές λόγω του θανάτου του, το 1824)
«Μάνφρεντ», (Manfred, 1817)
«Ο Γκιαούρ τεμάχιον τουρκικού διηγήματος κατά το Αγγλικόν του Βύρωνος», Υπό Αικατερίνης Κ. Δοσίου, Τύποις Π. Α. Σακελλαρίου, Αθήνησι 1857,
«Ο Μάμφρεδ: Δραματικόν ποίημα», του Λόρδου Βύρωνος, μετάφρασις Ερρίκου Γρην (Henry Green), Τυπογραφείον και βιβλιοπωλείον Ευσταθίου Π. Χριστοδούλου, Εν Πάτραις 1864,
«Ο Γκιαούρ τεμάχιον τουρκικού διηγήματος: ποιήματα Βύρωνος», Μετάφρασις Αικατερίνης Κ. Δοσίου, Εκδίσεται το δεύτερον, Τύποις Ανδρέου Κορομηλά, Αθήνησι 1873,
«Λόρδου Βύρωνος Ποιήματα», μεταφρασθέντα μεν πεζή εκ του Αγγλικού Υπό Γ. Πολίτου, 3 τόμοι, (Τόμος Α': περιέχων τον Μαζεππάν, την Παρισινάν και την αποδημίαν το Τσίλδ Αρόλδου, μεθ'ιστορικών και φιλολογικών σημειώσεων και μετά παραρτημάτων, Τόμος Β': περιέχων την πολιορκίαν της Κορίνθου, την νύμφην της Αβύδου, τον πειρατήν, την κατάραν της Αθήνας και τον Δον Ζουάν, μεθ'ιστορικών και φιλολογικών σημειώσεων ων προτετάκται η βιογραφία του ποιητού, Τόμος Γ': περιέχων την συνέχειαν και το τέλος του Δον Ζουάν μεθ'ιστορικών και φιλολογικών σημειώσεων.), Εκ του Τυπογ. των Τεκν. Ανδρ. Κορομηλά, Αθήνησιν 1867-1871,
«Τα άπαντα του Βύρωνος», Εκδότης Ανέστης Κωνσταντινίδης, 3 Τόμοι, Εκ του Τυπογραφείου των Καταστημάτων Ανέστη Κωνσταντινίδου, Εν Αθήναις 1895,
«Ο κουρσάρος», Λόρδου Βύρωνος, μετάφρ. Λεωνίδα Ραζέλου, Εκδοτικός Οίκος Γανιάρη, Αθήναι [χ.χ.].
«Lord Byron: Τραγούδια του για την Ελλάδα», Βιογραφία και πρόλογος Ι. Ζερβού (1875-1944), Εκδοτική Εταιρεία Γ. Παπαδημητρίου & Σια, Αθήναι [χ.χ.],
«Λόρδου Μπάϋρον: Επιστολές από την Ελλάδα 1809-1811 & 1823-1824», επιμέλεια-εισαγωγή-σχόλια Leslie A. Marchand, μετάφραση Δημοσθένης Κούρτοβικ, εκδόσεις: "Ιδεόγραμμα", Αθήνα 1996,
«Byron's letters and journals», ed. L. A. Marchand, 12 vols. (1973–82), vols. 10 and 11
Έργα άλλων συγγραφέων για τον Λόρδο Βύρωνα
Pietro Gamba, Relation de l'expédition de lord Byron en Grèce, par le Comte Pierre Camba, traduite de l'anglais par J. T. Parisot (Jacques Théodore Parisot, b. 1783), εκδότης: Peytieux, Paris 1825, (στα γαλλικά),
Abel-Francois Villemain, (1790-1870), Βιογραφία του λόρδου Βύρωνος, υπό Μ. Βιλλεμαίνου ακαδημαϊκού, κτλ., μεταφρασθείσα εκ του γαλλικού υπό Σ.Λ. Ζορμπά, Εκ του Τυπογραφείου Δ. Αθ. Μαυρομμάτη, Εν Αθήναις 1856
Thomas Moore, "Life of Lord Byron: with his letters and journals", By Thomas Moore, Esq. εκδότης: Claxton, Remsen & Haffelfinger, Philadelphia 1869
Σπυρίδων Γούλης, "Ο θάνατος του Μάρκου Μπότζαρη. Βίος του Λόρδου Βύρωνος και θάνατος αυτού", Μετάφρασις εκ της ιταλικής υπό Σπυρίδωνος Γούλη Κερκυραίου, Τυπογραφείον "Ο Κάδμος" Νεοφύτου Καραγιάννη, Κέρκυρα 1881
Ανδρέας Νομικός, "Η κατά την τελετήν των αποκαλυπτηρίων του ανδριάντος του Βύρωνος", Προσφώνησις του αντιπροσώπου της οικογενείας Στεφάνοβικ Σκυλίτση κ. Ανδρέου Νομικού. "Ο επί τοις αποκαλυπτηρίοις του εν τω Ζαππείω χώρω ανδριάντος του Βύρωνος": απαγγελθέν ποίημα, υπό Χριστοφ. Σαμαρτσίδου, (1843-1900), [χ.ε.] [χ.τ.] [χ.χ.]
Θεοδ. Γ. Κύπριος, Ο Λόρδος Βύρων, Θεοδ. Γ. Κυπρίου, Πατριωτική Βιβλιοθήκη, αριθ. 14, Εκδοτικός Οίκος Γεωργίου Δ. Φέξη, Εν Αθήναις 1904
Μιλτιάδης Ι. Δασκαλάκης, "Ο λόρδος Βύρων: Εκ της ζωής και των έργων του", Μιλτιάδου Ι. Δασκαλάκη, τυπ. Μ. Σαλιβέρου, Εν Αθήναις 1910
Richard Claverhouse Jebb, Modern Greece: Two lectures delivered before the Philosophical Institution of Edinburgh. With papers on "The Progress of Greece" and "Byron in Greece", εκδ. Macmillan and Co., Λονδίνο 1880
Shirley Clifford Atchley, (1871-1936), Βίος και δράσις του Βύρωνος εν Ελλάδι, Μετ΄ εικόνων, S. C. Atchley, Βιβλιοπωλείον Ελευθερουδάκη και Μπαρτ, Εν Αθήναις 1919
Νικόλαος Α. Στράτος, (1872-1922), "Πολιτικόν Μνημόσυνον προς τιμήν των κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν αγωνισθέντων υπέρ αυτής Φιλελλήνων: Τελεσθέν υπό της Κεντρικής Επιτροπής της Εκατονταετηρίδος τη 7 Απριλίου 1921, επί τη επετείω του θανάτου του Βύρωνος, εν τη μεγάλη αιθούση του Εθν. Πανεπιστημίου", Λόγοs εκφωνηθείς υπό Νικολάου Α. Στράτου, έκδοση: Κεντρική Επιτροπή Εκατονταετηρίδος της Eλλ. Επανάστασεως, Eν Αθήναις 1921,
Νικόλαος Α. Στράτος, (1872-1922), "En mémoires des Philhellènes qui aidèrent à la cause hellénique (1821) et en mémoire de l'anniversaire de la mort de Lord Byron,à l'occasion du premier centemaire de la révolution hellénique", Discours prononcé par M. N. A. Stratos..., εκδότης: Imprimerie "Hestia", Athènes 1922 (στα γαλλικά),
Νεοκλής Καζάζης (1849-1936), Βύρων: Η εκατονταετηρίς του θανάτου ενός ήρωος, υπό Νεοκλέους Καζάζη, Τύποις: Α. Φραντζεσκάκη και Α. Καϊτατζή, Εν Αθήναις 1924,
Διονύσιος Σολωμός, "Εις το θάνατο του Λόρδ Μπάϋρον: Ποίημα λυρικό ανατυπωθέν επ΄ ευκαιρία του εορτασμού της εκατονταετηρίδος της μνήμης του φιλέλληνος Λόρδου" Διονυσίου Σολωμού, δώρον του Συλλόγου Ελλήνων Επιστημών Αιγύπτου "Πτολεμαίος ο Α΄¨, Τύποις ¨Γκούτεμβεργ¨-Γ. Δ. Γεωργιάδου, Αλεξάνδρεια 1924,
Ανδρέας Μιχ. Ανδρεάδης, (1876-1935), Λόγος του κοσμήτορος της νομικής σχολής κ. Α. Ανδρεάδου επί τη εκατονταετηρίδι του θανάτου του λόρδου Βύρωνος, [χ.ε.] [χ.τ.] 1924
Στέλιος Σπεράντσας, (1888-1962), Ο Λόρδος Μπάυρον: Η ζωή και το έργο του, εκδόσεις «Παντογνώστης», Αθήναι 1924
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, "Ο εορτασμός της εκατονταετηρίδος του θανάτου του Βύρωνος = The celebration of the centenary of Lord Byron's death, 1824-1924", Υπό του Αθήνησι Πανεπιστημίου, Εν Αθήναις 1924,
Δημήτριος Γ. Σάββας, Εις μνήμην του Βύρωνος, Δημητρίου Γ. Σάββα, Τυπογραφείον «Εστία», Εν Αθήναις 1928,
Andreas Chorvat, «Ο φιλελληνισμός του Βύρωνος και η Ουγγαρία», Ανδρέα Χόρβατ, μετάφραση: Λούλα Ιερωνυμίδου, Ερευνα, έτος 11ο, εκδ. Αγγελου Κασιγόνη, Αθήναι 1938,
L.A. Marchand, “Byron: a biography”, 3 vols. (1957),
Ευγενία Κεφαλληναίου, «Ο Lord Byron στην Ελλάδα: Η παρουσία του στη νεοελληνική πνευματική ζωή κατά τον ΙΘ΄ αιώνα», Εθνικόν και Καποδιστριακόν Πανεπιστήμιον Αθηνών. Φιλοσοφική Σχολή, Βιβλιοθήκη Σοφίας Ν. Σαριπόλου Νο 94, 1995,
Ο Λόρδος Βύρων στον πολιτισμό
Μπάυρον - Μπαλλάντα για ένα δαίμονα, κινηματογραφική ταινία του σκηνοθέτη Νίκου Κούνδουρου (1992)
Ονομάσθηκαν προς τιμή του
Ο Δήμος Βύρωνα της Αθήνας
Ο 3306 Βύρων, αστεροειδής που ανακαλύφθηκε το 1979
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)